Ποιός είσαι; Αυτή η ερώτηση γύριζε συνέχεια στο μυαλό της Αριάδνης για όλα τα πρόσωπα που ήξερε μέχρι τώρα. Όλοι της έλεγαν ψέματα για την ταυτότητα τους και όλοι ήταν κάτι άλλο από αυτό που έδειχναν. Αναρωτιόταν αν και η Σαρλίν ήταν αυτή που έδειχνε ή ήταν κάτι άλλο. Όλα είχαν έρθει τα πάνω κάτω στη ζωή της. Έτσι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πει ανοιχτά τι σκεφτόταν. Αυτές οι ερωτήσεις άλλωστε έπρεπε να ειπωθούν.
« Ποιός είσαι… ή μάλλον τι είσαι; Το όνομά σου δεν είναι Τζάστιν έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ουρλιάζοντας υστερικά. Είχε και αυτό το περίεργο χαμόγελο του παράφρονα καρφωμένο στα χείλη που τον τρόμαζε. Σε λίγο θα κατέρρεε.
« Έχεις δίκιο. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια. Το όνομά μου ήταν Τζάστιν πριν αρκετό καιρό. Τώρα είναι Ρασμουήλ, αλλά μπορείς να με φωνάζεις Ρας » της είπε ήρεμα.
« Τι εννοείς;»
« Εννοώ ότι ήμουν άνθρωπος μέχρι που πέθανα σώζοντας ένα αγοράκι έξι χρονών από το διερχόμενο λεωφορείο. Λόγο του υπόλοιπου βίου μου και της θυσίας μου με επέλεξαν για φύλακα άγγελο. Έτσι και έγινα δικός σου φύλακας άγγελος.»
« Δεν μπορώ να το πιστέψω! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Ονειρεύομαι, δεν μπορεί! Ή κάποιος μου κάνει μια κακόγουστη φάρσα! Πρώτα βρικόλακες και τώρα άγγελοι; Και η τίνκερμπελ πότε θα κάνει την εμφάνισή της; Τώρα ή αργότερα;» τσίριξε με στριγκιά και δύσπιστη φωνή.
« Το ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να τα χωνέψεις όλα αυτά αλλά …»
« Δύσκολο; Μόνο δύσκολο; Δεν μπορείς να φανταστείς πως νιώθω! Έχω τρελαθεί και έχω παραισθήσεις έτσι δεν είναι;»
« Όχι δεν έχεις παραισθήσεις. Καλώς ή κακώς αυτή είναι η πραγματικότητα.»
« Μα πως μπορεί να είναι αυτή η πραγματικότητα!» ούρλιαξε ξανά. « Δεν είναι όλα αυτά λογικά… δεν… δεν» έκανε με σπασμένη φωνή μην μπορώντας να συνεχίσει.
Εκείνος έτρεξε και την αγκάλιασε σφιχτά μην μπορώντας να την ηρεμήσει. Εκείνη τώρα τρανταζόταν στα χέρια του από τους λυγμούς και είχε γαντζωθεί πάνω του. Δεν ήθελε να την αφήσει. Όμως ξαναθυμήθηκε όλα όσα έγιναν την τελευταία εβδομάδα και ιδιαίτερα αυτά που έγιναν πριν μία ώρα και τον έσπρωξε μακριά της.
« Αριάδνη… αγάπη μου…»
« Μη με λες έτσι! Μου είπες ψέματα! Όλοι μου είπατε! Συνηθίζεται οι φύλακες άγγελοι να έχουν σχέση με αυτούς που προσέχουν;» του είπε δηκτικά. Ήταν τόσο πληγωμένη που ήθελε να βγάλει αυτό το συναίσθημα που έκαιγε το στήθος της. Πληγώνοντας τον Ρας.
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι του ενοχικά. Το κράτησε κάτω αρκετά λεπτά και όταν το σήκωσε φάνηκε το αγγελικό του πρόσωπο παραμορφωμένο από μία μάσκα θλίψης και ενοχής.
Η Αριάδνη μόλις το είδε αυτό ήθελε να πάρει τα λόγια της πίσω. Να μην τα είχε ξεστομίσει ποτέ. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
« Θα μπορούσα να το ακούω αυτό και από τον ίδιο τον Θεό και να μην με νοιάξει. Αλλά δεν περίμενα ποτέ ότι θα το ακούσω αυτό από σένα» της είπε σιγανά. Είχε πληγωθεί και μάλιστα πολύ.
« Τζάστιν… εννοώ Ρας εγώ δεν…» προσπάθησε να απολογηθεί πιάνοντας τον από τον ώμο.
« Μη! Δεν χρειάζεται να απολογείσαι » της είπε με πίκρα στη φωνή του. « Και για να απαντήσω στην ερώτηση σου όχι δεν συνηθίζεται. Μάλιστα διώκεται. Από την πρώτη φορά που σε είδα κάτι άλλαξε μέσα μου. Παρ’ όλη την εκπαίδευση που είχα περάσει για να ξεχάσω τους ανθρώπινους τρόπους άρχισα να έχω συναισθήματα που μόνο σε άνθρωπο ταίριαζαν και όχι σε άγγελο. Με προειδοποίησαν πολλές φορές ότι ήμουν πολύ κοντά σου και εγώ προσπάθησα να απομακρυνθώ αλλά δεν τα κατάφερα. Πάντα με τράβαγες σαν μαγνήτης. Και όταν φιληθήκαμε στο φορτηγό… με έπιασαν, με δίκασαν και με φυλάκισαν. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα να έρθω έγκαιρα και να σε σώσω. Μάτια μου σ’ αγαπώ! Και ακόμα κι αν με έριχναν στην κόλαση γι’ αυτό πάλι δεν θα άλλαζα γνώμη.»
Η Αριάδνη είχε βουρκώσει. Ήξερε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του αλλά αυτό το συναίσθημα που ένιωθε την ξεπερνούσε. Τον αγαπούσε αληθινά. Όποιος κι αν ήταν, ότι κι αν ήταν!
Έπεσε στην αγκαλιά του και άρχισε να τον φιλά με μανία. Επιτέλους τα συναισθήματα της είχαν ξεκαθαρίσει.
« Και εγώ σ’ αγαπώ!» του είπε ψιθυριστά στο αφτί.
Τα λόγια αυτά ήχησαν τόσο δυνατά στα αφτιά του! Εκείνος συνέχισε να τη φιλά. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μπορούσε να νιώσει τέτοια ευτυχία.
Ξαφνικά εκείνη σταμάτησε να αποκρίνεται στο φιλί του και τραβήχτηκε. Το βλέμμα της ήταν ανήσυχο και τον κοιτούσε ερευνητικά. Στο τέλος του είπε όλο αγωνία.
« Αυτό που είπες πριν… μπορούν να σε ρίξουν στην κόλαση γι’ αυτό… για μας;» τον ρώτησε με τα κεχριμπαρένια μάτια της γεμάτα φόβο.
« Το να με ρίξουν στην κόλαση είναι η υπέρτατη ποινή. Μπορεί να τη γλύτωσα φθηνά όταν σε φίλησα αλλά τώρα...»
« Τώρα τι;»
« Αριάδνη… δραπέτευσα. Κάποιος άνοιξε την πόρτα για μένα και έφυγα. Έτρεξα πίσω σε σένα. Αυτό που έκανα είναι έσχατη προδοσία. Τώρα πια… αν με πιάσουν…»
« Σσς…» έκανε η Αριάδνη σφραγίζοντας το στόμα του με το δάχτυλό της. Του χάιδεψε προστατευτικά το μάγουλο και έπειτα τον αγκάλιασε σφιχτά. Δεν ήθελε να τον αφήσει! Όχι τώρα που τον βρήκε! Και φοβόταν. Φοβόταν πολύ ότι θα τον έχανε. Για να διώξει αυτή τη σκέψη τον ρώτησε.
« Και πώς με βρήκες άγγελέ μου ;»
« Να σου πω την αλήθεια ήταν πολύ περίεργο. Στην αρχή ένιωθα τον κίνδυνο όπως κάθε φύλακας άγγελος. Αλλά μετά… άρχισα να νιώθω όπως εσύ! Και αυτόματα ήξερα που βρισκόσουν! Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Όμως σε διαβεβαιώνω πως ούτε κι αυτό συνηθίζεται.» της είπε με την απορία ζωγραφισμένη στο αλαβάστρινο πρόσωπό του. Αυτή η έκφραση τόνιζε ακόμη περισσότερο τα αγγελικά χαρακτηριστικά του τόσο που νόμιζες πως ζωντάνεψε το έργο ενός γλύπτη.
Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του φιλώντας τον λες και δεν υπήρχε αύριο γι’ αυτούς. Και απ’ ότι ήξερε ίσως και να ’χε και δίκιο. Και εκείνος τη φίλησε με το ίδιο αμείωτο πάθος που του έκαιγε τα σωθικά. Και πάλι ξέχασαν όλα και οδηγήθηκαν σε έναν δικό τους κόσμο. Όλη η παραζάλη και τα έντονα συναισθήματα της Αριάδνης έκαναν τους κυνόδοντες της να μακρύνουν σκίζοντας έτσι την τρυφερή επιδερμίδα του χειλιού του Ρας. Εκείνος τσιμπήθηκε λίγο αλλά συνέχισε. Η μικρή σταγόνα που βγήκε απ’ αυτόν τρέλανε τις αισθήσεις της και αμέσως ένιωσε ένα κάψιμο στον λαιμό. Ενστικτωδώς δάγκωσε κι άλλο το χείλη του ώστε το αίμα του να ρέει άφθονο στο στόμα της. Εκείνος έβγαλε ένα πνιχτό βογκητό – όχι από ευχαρίστηση αλλά από πόνο – και την τράβηξε μακριά του. Και τότε την είδε.
Λευκότερο δέρμα, κόκκινα μάτια και μυτεροί κυνόδοντες. Είχε μείνει αποσβολωμένος και την κοιτούσε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτά τα ευγενικά κεχριμπαρένια μάτια με τις ολόχρυσες μικρές νιφάδες είχαν εξαφανιστεί και τη θέση τους είχαν πάρει δύο κατακόκκινα διαβολικά μάτια, μάτια αρπαχτικού.
« Όχι… Όχι δεν μπορεί… δεν μπορεί να άργησα τόσο…» ψιθύρισε με τρεμουλιαστή φωνή πισωπατώντας. Τα μάτια του ήταν υγρά και αντιδρούσε λες και κάποιος του είχε πει πως κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο είχε πεθάνει. Όταν την είχε κλείσει στην αγκαλιά του δεν είχε προλάβει να δει τη μορφή της. Μέχρι εκείνη τη στιγμή εξακολουθούσε να πιστεύει πως ήταν άνθρωπος. Αλλά δεν ήταν… όχι πια.
Η Αριάδνη ήταν επίσης αποσβολωμένη κοιτώντας την αντίδρασή του. Ήταν σαν να έβλεπε φάντασμα. Την κοιτούσε λες και την έβλεπε για πρώτη φορά. Λες και έβλεπε κάποια άλλη στη θέση της.
« Ρας…» έκανε και προχώρησε μπροστά πιάνοντας τον από το χέρι. Εκείνος το τίναξε.
« Μη… μη μ’ ακουμπάς! Δεν είσαι πια η Αριάδνη μου! Είσαι μία από τους διαβόλους πια!» της φώναξε και απομακρύνθηκε κι άλλο πιάνοντας το ματωμένο χείλη του.
Μόνο τότε η Αριάδνη συνειδητοποίησε το κάψιμο στο λαιμό της που ενεργοποιούνταν από το ζεστό υγρό που κυλούσε αργά ως το σαγόνι της.
Με την αναστροφή του χεριού της σκούπισε το υγρό και το κοίταξε καλά- καλά χωρίς να συνειδητοποιεί στην αρχή τι ήταν. Μετά κατάλαβε. Ήταν αίμα!
Ευτυχώς στο υπόγειο του εγκαταλελειμμένου σπιτιού που είχαν βρει δύο στενά παρακάτω από το σπίτι της και είχαν κρυφτεί υπήρχε ένας παλιός ολόσωμος καθρέφτης. Με ταχύ βήμα πήγε και στάθηκε μπροστά του. Ούτε και εκείνη δεν αναγνώριζε τον εαυτό της στο είδωλο της. Ποτέ πριν δεν είχε τόσο λευκό δέρμα σαν από πορσελάνη ούτε τόσο μακριούς και κοφτερούς σαν από μάρμαρο κυνόδοντες. Αυτό που την τρόμαξε περισσότερο στην εμφάνισή της ήταν τα δύο πηγάδια της κόλασης που αποκαλούσε για μάτια. Της θύμισαν έντονα το βλέμμα του Χέκτορ όταν της αποκαλύφτηκε. Έπιασε το πρόσωπό της και έβγαλε μία μικρή άναρθρη κραυγή.
« Τι… τι μου έκανε ο Χέκτορ; Τι είμαι;» τον ρώτησε με σπασμένη φωνή παραμορφωμένη απ’ τον φόβο.
« Νομίζω πως ξέρεις την απάντηση » της απάντησε εκείνος με συγκρατημένη φωνή αλλά με δάκρυα να πέφτουν βροχή στα μάγουλά του.
« Τι είμαι Ρας;» τον ξαναρώτησε με περισσότερη ένταση.
« Βρικόλακας » ψιθύρισε λες και φοβόταν μην τον ακούσουν οι ουρανοί και βγει αυτός ο εφιάλτης αληθινός. Μόνο που ήταν πέρα για πέρα αληθινός.
Και οι δύο κατέρρευσαν στο δάπεδο του υπογείου σχεδόν ταυτόχρονα με το κεφάλι τους να ακουμπά πάνω στον τοίχο. Μόνο που τους χώριζε γύρω στα είκοσι μέτρα απόσταση. Το υπόγειο ήταν τεράστιο και έτσι βρήκαν καταφύγιο στις αντικριστές πλευρές του μακριά ο ένας από τον άλλον.
Κάθισαν πολλές ώρες έτσι αμίλητοι χαμένοι στις σκέψεις τους και στις λίμνες των δακρύων τους. Ο καθένας για διαφορετικούς λόγους βέβαια. Στο τέλος ο Ρας έσπασε πρώτος τη σιωπή.
« Εγώ φταίω για ότι σου συνέβη! Αν δεν σε είχα ερωτευτεί δεν θα με έβαζαν φυλακή και ποτέ δεν θα σε άλλαζε ο Χέκτορ!»
« Ξέρεις ότι ακόμα και τώρα που ξέρω τι είμαι, ένα τέρας, δεν νιώθω διαφορετικά. Δεν νιώθω σατανική. Νιώθω ότι είμαι εγώ, ο εαυτός μου. Κι όμως ποτέ πριν δεν λαχταρούσα κάτι τόσο αποκρουστικό όσο το αίμα.»
« Ακόμα και τώρα που είδα τι έχεις γίνει, ένα πλάσμα του σκότους, ένας βρικόλακας, ένα από τα πιο ανίερα είδη και το πιο μισητό σε μας τους αγγέλους… τα αισθήματά μου δεν έχουν φύγει. Δεν κατάφερα να σε μισήσω! Συνεχίζει και μου ματώνει η καρδιά με το βάσανό σου…» και λέγοντας αυτά σηκώθηκε και πήγε κοντά της πιάνοντας της τα χέρια και φιλώντας τα.
« Δεν μπορώ να σε μισήσω ότι κι αν είσαι. Είτε άνθρωπος είτε βρικόλακας δεν με νοιάζει! Μόνο να σ’ αγαπήσω μπορώ!» ξέσπασε κοιτώντας τη στα μάτια που είχαν γυρίσει στο κανονικό τους χρώμα. Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του και τον κράτησε εκεί σφιχτά χωρίς να μιλήσει.
« Και νομίζω πως έχω λύση για να μην γίνεις σατανική!» της είπε στο αφτί χαρούμενα.
« Ποιά είναι η λύση;»
« Όταν εκπαιδευόμουνα, οι Αρχάγγελοι του Τάγματος μου μας είχαν μιλήσει για τους βρικόλακες. Μας είχαν πει πως το αίμα και η ηδονή της αφαίρεσης μιας ζωής τους κάνουν όλο και πιο σατανικούς. Αν δεν κυνηγήσεις ποτέ, κι αν δεν πιείς ποτέ από φλέβα ίσως κρατήσεις τον χαρακτήρα σου!»
« Το εννοείς αυτό;» τον ρώτησε με ενθουσιασμό.
« Ναι! Το εννοώ… απόλυτα… Δεν νιώθω και τόσο καλά» είπε και τελειώνοντας τη φράση του έπεσε κάτω βγάζοντας μια κραυγή.
Ήταν πεσμένος στα τέσσερα όταν άνοιξαν με δυσκολία τα κρυστάλλινα φτερά του και σιγά – σιγά μετατρέπονταν σε μαύρα.
« Ρας είσαι καλά;» ούρλιαξε εκείνη από αγωνία προσπαθώντας να τον σηκώσει. Αλλά μάταια. Εκείνος δεν της απάντησε μόνο ούρλιαξε από τον πόνο καθώς το μαύρο διαμάντι ολοένα και νικούσε το λαμπερό και διαυγές άσπρο στα φτερά του. Όταν η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε και τα φτερά του έγιναν ολόμαυρα έπεσε κατάκοπος στην αγκαλιά της Αριάδνης με σταγόνες ιδρώτα να πλαισιώνουν το όμορφο μέτωπό του.
« Αγάπη μου μη με τρομάζεις! Γιατί τα φτερά σου έγιναν μαύρα;» τον ρώτησε γεμάτη αγωνία.
Εκείνος με κόπο τραβήχτηκε λίγο από την αγκαλιά της έτσι ώστε να αντικρύσει το πρόσωπό της, της χάιδεψε τα μαλλιά και της είπε λαχανιασμένα αλλά στιβαρά.
« Μόλις τώρα έγινα και επισήμως έκπτωτος.»
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Σκοτεινή Σελήνη το Αγγελικό Αμάρτημα #1 in Άγγελοι/Vampire/Demons/Travel 9/2/22
Paranormal"Όταν γύρισε και τον κοίταξε είδε δύο μάτια κατακόκκινα που ανέδυαν έναν απόκοσμο απόηχο θανάτου. Πισωπάτησε, βγάζοντας μια μικρή κραυγή τρόμου. Τότε μόνο είδε τους λευκούς κυνόδοντες αρπαχτικού να εξέχουν από το άγριο χαμόγελο του Χέκτορ. Η καρδιά...