κεφάλαιο 2

96 10 12
                                    

Μετά από δύο ώρες τρεξίματος, οι δύο λυκάνθρωποι βρέθηκαν σε ένα ξέφωτο όπου εκεί ήταν συγκεντρωμένη η αγέλη τους.

Πήραν αμέσως την ανθρώπινη μορφή τους και πολλοί από τους συντρόφους τους έτρεξαν να τους υποδεχτούν, χαμογελώντας.

Ένας άνδρας τους πλησίασε και τους αγκάλιασε.

"Καλώς ήρθατε παιδιά μου" τους είπε.

"Καλώς σε βρήκαμε πατέρα" απάντησε ο Ραμόν.

"Αργήσατε. Συνέβη κάτι στον δρόμο που σας καθυστέρησε;" ρώτησε ο πατέρας τους.

"Όχι, τίποτα δεν συνέβη" βιάστηκε να πει ο Μάθιου.

Ο Ραμόν τον στραβοκοίταξε διακριτικά, αλλά δεν είπε τίποτα.

"Πού είναι η Σελένα;" ρώτησε.

Ο πατέρας του χαμογέλασε.

"Σελένα, Τζέικ" φώναξε.

Τότε μια δεκαεννιάχρονη κοπέλα και ένας άνδρας στην ηλικία του πατέρα των αγοριών πλησίασαν.

Η κοπέλα ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Είχε καλίγραμμο σώμα, πλούσιο στήθος, μακριά κόκκινα σγουρά μαλλιά τα οποία έφταναν μέχρι την μέση της και έντονα πράσινα μάτια τα οποία μαγνήτιζαν όποιον κοιτούσε. Επίσης είχε λευκή επιδερμίδα με σκόρπιες καφετιές φακίδες στα μάγουλα της. Αυτή λοιπόν, ήταν η μάγισσα Σελένα, η αγαπημένη του Ραμόν.

Ο άνδρας δίπλα της ήταν ψηλός, γεροδεμένος με καστανά μαλλιά και πράσινα μάτια. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό και επιβλητικό και φανέρωνε όλη την περηφάνια και αξιοπρέπεια που τον χαρακτήριζαν. Ήταν πατέρας της Σελένα και αρχηγός της φατρίας των μάγων.

"Χαίρομαι που σας βλέπω ξανά" είπε ο Τζέικ στα δύο αγόρια.

"Και εμείς" 

"Παρομοίως" 

Είπαν αντίστοιχα ο Μάθιου και ο Ραμόν.

Το βλέμμα του Ραμόν έπεσε πάνω στην Σελένα και της χάρισε ένα χαμόγελο. Εκείνη έκανε το ίδιο και κοίταξε τον πατέρα της, σαν να του ζητούσε κάτι.

Ο πατέρας της κατανόησε την παράκληση της κόρης του.

"Λοιπόν Ρόμπερτ τι λες να αφήσουμε τα παιδιά μόνα τους και εμείς να συζητήσουμε τα δικά μας;" ρώτησε τον πατέρα των αγοριών.

"Ναι, βέβαια" απάντησε εκείνος και απομακρύνθηκαν.

Η Σελένα έπεσε στην αγκαλιά του Ραμόν. Τύλιξε τα χέρια της, γύρω από τον λαιμό του και εκείνος τα δικά του, γύρω από την μέση της και την φίλησε.

"Παιδιά είμαι και εγώ εδώ" τους είπε ο Μάθιου.

"Σε ξεχάσαμε" του είπε περιπαιχτικά ο Ραμόν.

"Και με ξεχάσατε και ήταν σαν να μην με βλέπετε. Καλά λένε ότι ο έρωτας είναι τυφλός" συνέχισε ο αδερφός του στο ίδιο ύφος.

Η Σελένα γέλασε.

"Συγνώμη, Μάθιου" του είπε. "Απλώς έχουμε λείψει ο ένας στον άλλον" συμπλήρωσε μετά από μία παύση.

"Να σας αφήσω οπότε" τους είπε εκείνος και περπάτησε μακριά τους.

Από τον νου του πέρασε η Ελίζα. Ήξερε ότι ήταν λάθος να την σκέφτεται, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Αυτή η κοπέλα είχε κάτι το ξεχωριστό και ας ήταν θνητή. Σε καμία περίπτωση δεν διέθετε την δυναμικότητα, την θηλυκότητα και την γοητεία της Σελένας. Αντίθετα φαινόταν αθώα και αγνή, στοιχεία τα οποία την έκαναν να φαντάζει μοναδική στα μάτια του Μάθιου.

Το μόνο που ήθελε ήταν να δει ξανά το γλυκό πρόσωπο της. 

Κάτω από το φως της ΣελήνηςWhere stories live. Discover now