κεφάλαιο 5

66 8 15
                                    

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έμπαιναν από το παράθυρο και φώτιζαν τον χώρο.

Η Ελίζα δισταχτικά άνοιξε τα μάτια της, σηκώθηκε από το κρεβάτι και πλησίασε τον καθρέφτη που βρισκόταν στο δωμάτιο της. Αν και ήταν δεκαεφτά ετών είχε μια παιδική όψη. Έπλεξε τα μακριά ξανθά μαλλιά της σε δύο κοτσίδες και αφού έβαλε ένα φόρεμα, βγήκε από το δωμάτιο της και βρέθηκε στον χώρο στον οποίο έτρωγαν η ίδια και ο πατέρας της.

Η μητέρα της είχε φύγει από την ζωή, πριν δύο χρόνια. Αρρώστησε, ανέβασε υψηλό πυρετό και ο γιατρός του χωριού δεν μπορούσε να την βοηθήσει.

Έτσι ο πατέρας της, πήγε στην γυναίκα του στην πόλη, μήπως βρεθεί κάποιος έμπειρος θεραπευτής. Και όντως, ένας άνδρας του συστήθηκε ως γιατρός ο οποίος μπορούσε να γιατρέψει οποιαδήποτε ασθένεια όσο σοβαρή και αν ήταν. Ζήτησε όμως προκαταβολή και ο Χένρυ, ο πατέρας της Ελίζας, όντας απελπισμένος του έδωσε τα χρήματα. Τότε ο υποτιθέμενος γιατρός εξαφανίστηκε.

Ο Χένρυ δεν είχε άλλα χρήματα για να δώσει σε κάποιον γιατρό, με αποτέλεσμα η πολυαγαπημένη του σύζυγος να αποβιώσει.

Από εκείνη την στιγμή ο Χένρυ άλλαξε εντελώς. Όλη η αγάπη και η καλοσύνη που είχε, αντικαταστάθηκε από το μίσος και την κακία. Άρχισε να πίνει και άφησε ανεξέλεγκτα τα πιο σκοτεινά του ένστικτα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε ξυλοκοπήσει την κόρη του, μόνο και μόνο για να ξεσπάσει την ένταση που ένιωθε.

Όσο για την Ελίζα το είχε καταλάβει ότι ο πατέρας της είχε μεταμορφωθεί σε τέρας, γεγονός το οποίο την έκανε να τον τρέμει. Δεν μπορούσε σε τίποτα να του πει όχι. Ότι της έλεγε ήταν διαταγή για εκείνη και έπρεπε να την εκτελέσει.

Το προηγούμενο βράδυ την είχε στείλει να του φέρει κάποια βότανα από το δάσος για να του τα βράσει, επειδή πονούσε το στομάχι του, αλλά μόλις τα μάζεψε, είδε να την πλησιάζουν αυτοί οι τέσσερις άνδρες και ευτυχώς που μεσολάβησε εκείνο το αγόρι που ήταν λυκάνθρωπος και την είχε σώσει, πριν την βρει κάποια συμφορά.

Ο ιερέας του χωριού τους, έλεγε ότι αυτά τα πλάσματα ήταν του Κακού, αλλά ο Μάθιου 'ναι έτσι ήταν το όνομα του' της φάνηκε να έχει καλή καρδιά. Την είχε βοηθήσει και του χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη. Ευχόταν να της δινόταν η ευκαιρία να τον έβλεπε άλλη μια φορά. Στο λιγοστό φως που πρόσφερε η σελήνη, της είχε φανεί πολύ όμορφος.

Πώς ήταν δυνατόν ένα τόσο άθλιο πλάσμα, όπως ήταν ένας λυκάνθρωπος να διέθετε τόση ευγένεια ψυχής και ομορφιά; Μπορεί τα πράγματα να μην ήταν όπως τα ήξερε και τους έλεγε ο πατέρας Ρόμπινσον.

Κάτω από το φως της ΣελήνηςWhere stories live. Discover now