κεφάλαιο 13

49 9 11
                                    

Ο ήλιος έδυε πίσω από τα βουνά. 

Η Ελίζα κατευθύνθηκε προσεχτικά προς τα κελιά που κρατούνταν ο Ραμόν και η Σελένα. Πήρε το κλειδί που κρεμόταν στον τοίχο και τους άνοιξε. 

Εκείνοι είχαν ήδη βρει σιγά-σιγά τις δυνάμεις τους. 

"Ακολουθήστε με"  τους είπε. 

Η κοπέλα τους οδήγησε στο πίσω μέρος του χωριού, ώσπου βρέθηκαν στο δάσος. 

"Φύγετε" τους είπε. 

"Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ευγνωμοσύνη που νιώθουμε" της είπε ο Ραμόν. 

"Δεν είναι ώρα για κουβέντες. Αρχίστε να τρέχετε" τους είπε εκείνη. 

Αφού της χαμογέλασαν, απομακρύνθηκαν από κοντά της. 

Πίσω, η Ελίζα ήταν σκεφτική. Έπαιζε με την φωτιά και το γνώριζε πάρα πολύ καλά. 

****

Όταν μαθεύτηκε στο χωριό ότι ο λυκάνθρωπος και η μάγισσα δραπέτευσαν επικράτησε πανικός. 

Ο κυνηγός έτρεξε στο δάσος να τους βρει. 

Ωστόσο ο Μάθιου, ο Τζέικ και ο Ρόμπερτ κατευθύνονταν προς το χωριό, όμως συνάντησαν τον Ραμόν και την Σελένα. Αγκαλιάστηκαν. 

Ο Ραμόν γύρισε προς τον Μάθιου. 

"Η Ελίζα μας έσωσε" του είπε. 

Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του Μάθιου. 

"Όπως μου το υποσχέθηκε" μονολόγησε.

"Είναι εκείνη η κοπέλα που λες πώς αγαπάς;" τον ρώτησε ο Ρόμπερτ. 

"Ναι πατέρα" 

Τότε τους πλησίασε ο κυνηγός. 

Ο Τζέικ, ο πατέρας της Σελένα τον αναγνώρισε. 

Ήταν εκείνος που είχε πιάσει την γυναίκα του. 

Σήκωσε το χέρι του και έψαλλε ένα ξόρκι και ο κυνηγός άρχισε να βήχει. 

Έπεσε στα γόνατα. 

"Πατέρα, μην γίνεσαι σαν και αυτόν" του είπε η Σελένα. "Η μητέρα δεν θα ήθελε να τον σκοτώσεις" συνέχισε. 

Τότε ο Τζέικ σταμάτησε να λέει το ξόρκι. Μουρμούρισε κάτι, χτύπησε τα χέρια του και ο κυνηγός έχασε τις αισθήσεις του. 

Ο Μάθιου έκανε να φύγει. 

"Πού πας;" τον ρώτησε ο ο Ραμόν. 

"Να βρω την Ελίζα" 

"Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή γιε μου. Μετά από αυτό που έκανε, θα ήθελα να την γνωρίσω, αλλά όχι τώρα"

"Καλά πατέρα" είπε ο Μάθιου. 

Και έτσι όλοι μαζί γύρισαν στην αγέλη. 

****

Η Ελίζα προσποιούταν ότι είχε ταραχτεί με την απόδραση των δύο υπερφυσικών για να μην κινήσει υποψίες. 

Η Έμμα πήγε να την βρει. 

"Εσύ το έκανες, έτσι;" την ρώτησε. 

"Ναι, έπρεπε" της απάντησε και έφυγε. 

Στον δρόμο συνάντησε τον Γουίλιαμ και τον Ντάνιελ. 

"Είχες καμία ανάμειξη στην φυγή του λυκανθρώπου και της μάγισσας;" την ρώτησαν. 

"Φυσικά και όχι" τους είπε το κορίτσι και τους προσπέρασε. 

Έτρεξε προς το σπίτι τη. 

Μόλις κλείστηκε στο δωμάτιο της, έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε να μην αποκαλυφθεί η συμμετοχή της στην απόδραση των δύο υπερφυσικών όντων. 

Διότι αν γνωστοποιούταν ότι εκείνη βοήθησε την Σελένα και τον Ραμόν, θα τιμωρούταν σκληρά και ήξερε πως η τιμωρία της θα ήταν καύση στην πυρά ως αιρετική. 

Κάτω από το φως της ΣελήνηςWhere stories live. Discover now