κεφάλαιο 12

43 8 4
                                    

Ο Μάθιου είχε φτάσει στο σημείο που βρισκόταν η αγέλη του και οι μάγοι και πήρε την ανθρώπινη μορφή του. Έτρεμε ολόκληρος. 

Είδε τον πατέρα του και τον μάγο Τζέικ να τον πλησιάζουν και ένιωσε να του κόβονται τα πόδια. 

Τι θα τους έλεγε; 

"Ο Ραμόν και η Σελένα πού είναι;" τον ρώτησε ο Ρόμπερτ. 

"Πατέρα, έκανα ένα φριχτό λάθος" είπε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του. 

"Τι έκανες;" τον ρώτησε ο μάγος Τζέικ. 

"Πήγα στο πανηγύρι των ανθρώπων. Έπεισα τον Ραμόν και την Σελένα να με ακολουθήσουν. Στην πόλη υπήρχαν τρεις κυνηγοί υπερφυσικών πλασμάτων. Τους έπιασαν. Τους πήγαν σε ένα χωριό. Δεν μπόρεσα να τους βοηθήσω. 

Ο Τζέικ και ο Ρόμπερτ είχαν κοκαλώσει.

"Τι δουλειά είχες να πας εκεί; Σου είπα να μην πας" του είπε ο Ρόμπερτ. 

"Συγνώμη" 

"Δεν μου αρκεί η συγνώμη σου. Ο γιος μου κινδυνεύει" 

"Και η κόρη μου" συμπλήρωσε ο μάγος.

"Φέρθηκα επιπόλαια. Έπρεπε να είχα πάει μόνος μου" 

"Δεν έπρεπε να πάει κανείς σας" ούρλιαξε ο Τζέικ. 

"Υπήρχε λόγος που πήγα. Πριν ημέρες γνώρισα μια θνητή κοπέλα. Έχω αρχίσει να την ερωτεύομαι. Πήγα στο πανηγύρι για να την συναντήσω" 

"Ο γιος σου είναι τρελός Ρόμπερτ" του είπε ο Τζέικ. 

"Προφανώς! Τώρα όμως προέχει να σώσουμε τα παιδιά μας. Θα μας οδηγήσεις στο χωριό που τους πήγαν" 

"Ναι εννοείται και ειλικρινά λυπάμαι" 

"Αν πάθει κάτι ο Ραμόν ή ή Σελένα θα σε ξεγράψω από γιο μου" 

"Αν η κόρη μου δεν θα τα καταφέρει η συμμαχία μεταξύ μάγων και λυκανθρώπων θα αναιρηθεί" είπε ο Τζέικ. 

"Όχι" είπαν με μια φωνή πατέρας και γιος. 

"Μίλησα!" είπε ο μάγος, χωρίς να αφήνει περιθώρια για παραπάνω συζήτηση. 

****

"Σε εκλιπαρώ, αφησέ με" έλεγε η Σελένα σε έναν κυνηγό που την βασάνιζε. 

Ήταν αυτός που καταγόταν από το χωριό, ο ίδιος που τους είχε ρίξει την σκόνη που τους έριξε αναίσθητους, εκείνη και τον Ραμόν. Εξαιτίας αυτής της σκόνης είχε αποδυναμωθεί αρκετά. 

Ο κυνηγός, παρά τις ικεσίες της μάγισσας, ακούμπησε το καυτό μέταλλο στο τρυφερό της χέρι. 

Η Σελένα έβγαλε μια κραυγή πόνου. 

"Θα πεθάνεις, όπως πέθανε και η μητέρα σου" της είπε ο κυνηγός. 

Η κοπέλα τον έφτυσε και αυτός την χαστούκισε. 

"Αν την αγγίξεις ξανά θα σε σκοτώσω" του είπε ο Ραμόν αδύναμος από τα βασανιστήρια που του είχε κάνει ο κυνηγός πριν λίγο. 

"Οι μόνοι που θα πεθάνετε είστε εσείς οι δύο" είπε ο άνδρας και αφού κλείδωσε το κελί που τους κρατούσε, έφυγε. 

Η Σελένα αγκάλιασε τον Ραμόν. 

"Φοβάμαι" του είπε κλαίγοντας. 

"Ησύχασε, Οι πατεράδες μας και ο Μάθιου θα μας σώσουν" 

Εκείνη την στιγμή, πήγε στα κελιά η Ελίζα κρατώντας λίγο φαγητό. Τους το έδωσε και εκείνοι έφαγαν λαίμαργα. 

"Ευχαριστούμε" της είπε η Σελένα. 

"Παρακαλώ! Το βράδυ θα σας φυγαδεύσω. Μην χάνετε το κουράγιο σας" τους είπε και έφυγε. 

Ο Ραμόν και η Σελένα κοιτάχτηκαν. Ήταν όντως ικανή να τους προσφέρει βοήθεια; 

****

Όταν η Ελίζα γύρισε στο σπίτι της, ο πατέρας της ήταν μαζί με τον Γουίλιαμ και τον Ντάνιελ. 

"Πού ήσουν;" την ρώτησε ο πρώτος. 

"Με την Έμμα" είπε ψέματα η Ελίζα. 

"Μάλιστα! Λοιπόν, βάλε μας να φάμε" την πρόσταξε ο Χένρυ. 

"Ναι πατέρα" είπε το κορίτσι και άρχισε να σερβίρει. 

"Το βράδυ θα τους κάψουμε" είπε ο Γουίλιαμ, κοιτάζοντας στραβά την Ελίζα. 

Η κοπέλα έμεινε ατάραχη. 

"Θα πεθάνουν, όπως τους αξίζει" συμπλήρωσε ο Ντάνιελ.

Κάτω από το φως της ΣελήνηςWhere stories live. Discover now