ΚΕΦ 18

284 41 4
                                    

Ο καπετάνιος βγήκε βιαστικά από την κεντρική πόρτα του Αλεξάνδρειου Σπουδαστηρίου. Σήκωσε τον γιακά του παλτού του, για να προστατέψει το πρόσωπο του από το χώμα που σηκωνόταν λόγω του άστατου δυνατού κρύου αέρα, που έπαιζε μαζί του, σπρώχνοντας τον σε κάθε του βήμα προς τα εμπρός. Τα μάτια του έπεσαν πάνω στην γέρικη καρυδιά που βρισκόταν στο κέντρο του προαυλίου χώρου και της οποίας τα κλαδιά υποκλίνονταν στη βίαιη πνοή του.

Απέναντι του, στο βάθος, την καγκελόπορτα περνούσε μια γυναίκα. Συγκρατούσε με το ένα χέρι το πλατύγυρο καπέλο της ενώ ξανθές κυματιστές τούφες από τα μαλλιά της έδερναν αλύπητα το πρόσωπο της, εμποδίζοντας την να δει καθαρά.

Με το άλλο χέρι έσφιγγε με δύναμη τα βιβλία που κρατούσε στην αγκαλιά της όσο τα λουριά της μεγάλης φουσκωμένης δερμάτινης τσάντας, που είχε περασμένη στον ώμο της, κατηφόριζαν αργά προς τον αγκώνα της.

Ένα πολύχρωμο φουλάρι ανέμιζε στον λαιμό της έτοιμο να πετάξει. Ο δυνατός αέρας φυσούσε το φόρεμα της και το εφάρμοζε σα δεύτερο δέρμα πάνω της, αποκαλύπτοντας το σχήμα από ένα ζευγάρι όμορφα, μακριά πόδια και την λεπτή μέση της.

Είχαν φτάσει περίπου στην μέση του προαυλίου χώρου όταν ήρθαν αντικριστά, ώστε να διακρίνει ότι ήταν μια πολύ νέα γυναίκα με αμυγδαλωτά μάλλον πράσινα μάτια.

Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του για μια στιγμή, κρατώντας γερά το καπέλο της και τον χαιρέτισε χαρίζοντας του ένα φωτεινό χαμόγελο, καθώς συνέχιζε να περπατά προς την κεντρική είσοδο του Σπουδαστηρίου.

Όμορφος κόσμος μπαινοβγαίνει εδώ μέσα, σκέφτηκε ο Κρις.

Φτάνοντας κοντά στην καγκελόπορτα έστρεψε το κεφάλι του από ένστικτο. Η κοπέλα στεκόταν στο πλατύσκαλο στην πόρτα του κτιρίου. Το χέρι που κρατούσε το καπέλο της τεντώθηκε απότομα ψηλά, αλλά μάταια, δεν πρόλαβε να πιάσει το φουλάρι της. Είχε φύγει από το λαιμό της και ο αέρας το ταξίδευε γοργά προς το μέρος του.

Λίγο πριν τον προσπεράσει, σήκωσε το χέρι του και το έπιασε. Οι άκρες του βαμβακερού υφάσματος κυμάτισαν, χαϊδεύοντας τον στο πρόσωπο. Το λεπτό διακριτικό άρωμα της, το είχε εμποτίσει. Εισχώρησε στα ρουθούνια του και του θύμισε θάλασσα, καλοκαίρι. Η κοπέλα τον κοίταζε και χαμογέλασε ξανά. Δεν κινήθηκε όμως. Περίμενε πως θα προσφερθεί να πάει προς το μέρος της, γιατί ο αέρας δυσκόλευε το περπάτημα της και ήταν φορτωμένη με πράγματα. Αυτό ήταν το ευγενικό και το σωστό για την συγκεκριμένη περίσταση.

Ο Κρις το γνώριζε. ...

Δίπλωσε αργά το ύφασμα κοιτώντας την έντονα, μετά το έβαλε στην τσέπη του κάνοντας το χαμόγελο της να θαμπώσει. Γύρισε το σώμα του και βγήκε από την καγκελόπορτα με δυναμικό βήμα. 


ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΓΙΑΣΕΜΙOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz