Δεκέμβριος 2019

Τα Χριστούγεννα απείχαν μόλις μια εβδομάδα μακριά. Η αγαπημένη μου γιορτή του χρόνου είχε επιτέλους φτάσει, βρισκόμασταν μόλις μια ανάσα πριν υποδεχτούμε το νέο έτος και αφήσουμε πίσω μας όλες τις θλιβερές αναμνήσεις του τρεχούμενου έτους. Πάντα θυμάμαι την ανυπομονησία στα μάτια μου, την λαχτάρα για το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, για τα άπειρα γλυκά της μητέρας μου και για τις γλυκές μελωδίες που ηχούσαν όλη μέρα στο σπίτι μας. Αυτές όμως οι γιορτές διέφεραν από όλες τις προηγούμενες. Φέτος νιώθω δυστυχισμένη και τρελά πιεσμένη. Οι δαίμονες του μυαλού μου είχαν κάνει και πάλι την εμφάνισή τους. Η εμπιστοσύνη μου είχε κλονιστεί για μια φορά ακόμη και η καρδιά μου πονούσε. Υπάρχουν στιγμές που απορώ αν την ακούω μόνο εγώ ή αν γίνεται αντιληπτή και στους γύρω μου.

«Τότε να φύγεις!», ούρλιαξα στο πρόσωπό του όντας φανερά απογοητευμένη πλέον μαζί του.

«Τι;»

«Αυτό που άκουσες γλυκούλη μου. Δεν θέλω να σου είμαι βάρος και στεναχωριέμαι που η παρουσία μου, σου είναι αφόρητη πια.», κάνω ένα βήμα προς τα πίσω μόλις βλέπω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να σφίγγονται και να αποκτούν την αγριεμένη εκδοχή τους.

Σηκώνει τα χέρια του εκνευρισμένος και ρίχνει τις χριστουγεννιάτικες μινιατούρες στο πάτωμα, κάνοντας τες θρύψαλα. Μετά από αυτό επικρατεί σιωπή, ακουμπάει πάνω στο τραπέζι και σταυρώνει τα χέρια του στο ύψος του στήθους του. Το κεφάλι του είναι σκυμμένο, αλλά το σηκώνει για να με κοιτάξει έντονα. Είμαι μπερδεμένη. Δεν ξέρω...

«Περίεργο», τον ακούω να ψιθυρίζει και δεν βρίσκω ακόμη το θάρρος να μιλήσω.

«Μέχρι πριν λίγο δεν μπορούσες να περάσεις ούτε τις γιορτές μακριά μου και τώρα; Μου ζητάς να φύγω, με ποια φθηνή δικαιολογία μικρή;», τσαλακώνει στην παλάμη του την άκρη από το τραπεζομάντηλο και συνεχίζει να με κοιτά σχεδόν οργισμένος.

«Κουράστηκα να με κατηγορείς για όλα, κουράστηκα να προσπαθείς διαρκώς να φανείς το θύμα της σχέσης μας. Χρειάζομαι χρόνο», περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου και πηγαίνω προς την πόρτα του υπνοδωματίου.

«CASSIE»,ουρλιάζει και με αρπάζει από τον καρπό ενώ με σπρώχνει μακριά του.

Μετά κενό, στην μνήμη μου δεν έχει αποτυπωθεί καμία ανάμνηση, κανένα συναίσθημα. Θυμάμαι να ανοίγω τα μάτια μου και να τον βλέπω από πάνω μου, να πιέζει με κάτι το κεφάλι μου και ένα έντονο τσούξιμο να με διαπερνά. Με την άκρη του ματιού μου αντικρίζω την πετσέτα με την γενειάδα του Αι Βασίλη να έχει μετατραπεί από άσπρη σε κόκκινη. Όλο μου το σώμα αρχίζει να τρέμει, λυγμοί ξεφεύγουν από το στόμα μου και ο φόβος με έχει καταβάλει. Αρχίζω να τον χτυπάω με τα χέρια μου, να προσπαθώ να τον διώξω μακριά μου μη σκεπτόμενη πόσο τραυματισμένη είμαι, δεν με ένοιαζε εκείνη την στιγμή.

«Με έσπρωξες.», λέω ανάμεσα στους λυγμούς μου και μαζεύομαι στην γωνία της σκάλας και γίνομαι ένα μικρό κουβάρι. Εξακολουθώ να κλαίω και τον βλέπω να γονατίζει μπροστά μου.

«Έγινε καταλάθος, δεν το ήθελα. Πήγα να σε πιάσω και ήσουν σύριζα στην σκάλα, φταίμε και οι δύο.», λέει ανέκφραστα, πιέζοντας ξανά την πετσέτα με τον πάγο στο κεφάλι μου.

«Μου άνοιξες το κεφάλι επειδή δεν σου άρεσε αυτό που άκουσες. Θέλω να φύγεις αμέσως από δίπλα μου.», η φωνή μου πλέον σταθερή δίχως λυγμούς και παύσεις.

Δεν δέχτηκε τον χωρισμό μας.

Και με χτύπησε.

Για ακόμη μια φορά, άπλωσε το χέρι του πάνω μου.

Νιώθει πως του ανήκω, πως μπορεί να ασκεί την κυριαρχία του στο πρόσωπό μου, στο σώμα μου στην ψυχή μου.

«Cassie, όχι σε παρακαλώ.», ψιθυρίζει αδύναμα

Δεν ξέρω αν προσπαθεί να πείσει εμένα ή τον εαυτό του.

«Φύγε.», επαναλαμβάνω ακόμη πιο ήρεμα αυτή την φορά.

Don't know how I'll survive... 

Sweet MelodyWhere stories live. Discover now