Στέκομαι παγωμένη, να τον κοιτάζω από την άλλη άκρη του δωματίου. Νιώθω τα καστανά του μάτια να καίνε όλο μου το κορμί. Που είναι η λογική τις στιγμές που την χρειάζομαι; γιατί η καρδιά είναι ξαφνικά πιο δυνατή; Τελικά, εκείνος κάνει πρώτος το βήμα για να με πλησιάσει.
«Γειά»
Με χαιρετάει, μόλις φτάνει κοντά μου. Ένα κύμα ανησυχίας έρχεται για να με χτυπήσει δυνατά στο στήθος. Κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, ελέγχοντας για κάποιο γνώριμο πρόσωπο που θα μπορούσε να μας κάνει ζημιά.
«Τι κάνεις εσύ εδώ; πως με βρήκες;»
«Πήρα παραμάζωμα όλα τα ξενοδοχεία της πόλης, και τελικά.... σε βρήκα εδώ»
Απαντάει λιτά, με ένα χαμόγελο να παιχνιδίζει στο πρόσωπο του.
«Νομίζεις ότι αυτό είναι αστείο; ότι μπορείς να διασκεδάζεις με την ανησυχία μου;»
Καλύτερα να νιώθω θυμωμένη, παρά ευάλωτη μπροστά του. Ίσως ο θυμός είναι το μοναδικό μου όπλο στην προκειμένη περίπτωση.
«Όχι, δεν είχα...»
«Καταλαβαίνεις σε τι δύσκολη θέση με έχεις φέρει αυτές τις μέρες;»
Η έκφραση του μοιάζει με πληγωμένου κουταβιού. Για μια μοναδική στιγμή, μετανιώνω για το ύφος μου.
«Δεν έχω σκοπό να σου κάνω ζημιά, δεν το έχω σκεφτεί καν αυτό»
«Το κάνεις όμως Στράτο! Κοίταξε που βρίσκεσαι τώρα»
Τον παροτρύνω, ανεμίζοντας το χέρι μου, ώστε να δείξω τον χώρο γύρω μας. Εκείνος ρίχνει μια σύντομη ματιά, μέχρι που εστιάζει ξανά σε μένα.
«Ξέρω ότι ήταν τρελή η απόφαση μου, δεν μπορούσα όμως να αντισταθώ στον πειρασμό. Έπρεπε να σε δω»
Έτσι όπως το κάνει να ακούγεται, μου δίνει την εντύπωση ότι όντως το είχε ανάγκη. Τι συμβαίνει πια με εμάς τους δύο;
«Αν δεν με θέλεις, φεύγω τώρα, αυτήν την στιγμή»
«Να μην με ξανά ενοχλήσεις θέλω. Γίνεται;»
Του το ζητάω για χιλιοστή φορά.
«Λες ότι δεν θέλεις να μου προκαλέσεις ζημιά, με την πράξη σου όμως, μου αποδεικνύεις το ακριβώς αντίθετο!»
Συμπληρώνω, προσπαθώντας να τον κάνω να καταλάβει το λάθος του, το οποίο κοντεύει να με καταστρέψει. Το βλέμμα του περιπλανιέται ξανά μέσα στον χώρο. Μου δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να ξεφύγει από την συζήτηση μας.
«Ξέρεις κάτι Ισμήνη; κουράστηκα να ακούω συνεχώς για πρέπει και κανόνες»
Το ξέσπασμα του με αφήνει εμβρόντητη για λίγο. Κάνει ένα βήμα μπροστά.
«Εμείς οι δύο, που είμαστε μέσα σε όλα αυτά;»
Με ρωτάει με πιο χαμηλή φωνή. Άθελά μου, τα χείλη μου μισανοίγουν.
«Πουθενά»
Απαντάω ψιθυριστά.
«Δεν ξέρω τι έχω πάθει μαζί σου. Πίστεψε με, δεν τα κάνω όλα αυτά επίτηδες»
Επιμένει, σηκώνοντας τα χέρια του, προφανώς για να πιάσει τους ώμους μου. Τελευταία στιγμή όμως σταματάει, και τα αφήνει να πέσουν στα πλευρά του.
«Έχω χτίσει ήδη την ζωή μου, στην Αθήνα. Έχω την δουλειά μου, το σπίτι μου, τον άντρα μου....»
Η τελευταία μου πρόταση, δείχνει να τον ενόχλησε, ευτυχώς όμως δεν μιλάει.
«Έχω κάνει τις επιλογές μου Στράτο. Αυτό γιατί δεν μπορείς να το σεβαστείς;»
Τον ρωτάω, με πιο ήπιο τόνο αυτήν την φορά. Δεν μπορώ να το αρνηθώ, το πρόσωπο του μου προκαλεί πιο βαθιές σκέψεις, απαγορευμένες. Μα δεν θα τολμήσω ποτέ να του το παραδεχτώ.
«Τον ζηλεύω....»
Τα φρύδια μου σμίγουν ερωτηματικά.
«Αυτόν που σε έχει, τον ζηλεύω»
Διευκρινίζει, προκαλώντας μου ένα ευχάριστο φτερούγισμα στην καρδιά. Να πάρει, δεν πρέπει να αισθάνομαι έτσι!
«Είναι τυχερός που σε βρήκε πρώτος»
Προσθέτει, χαμηλώνοντας παράλληλα το κεφάλι του στο πάτωμα. Υπάρχουν τόσα μπερδεμένα συναισθήματα στο πρόσωπο του. Ντροπή, φόβος, έγνοια, ανησυχία, ένταση. Δεν μπορώ να τον ερμηνεύσω σωστά.
«Ίσως αν ήταν αλλιώς τα πράγματα....»
Πάω να πω, αλλά αμέσως το κόβω.
«Πήγαινε, σε παρακαλώ»
«Ολοκλήρωσε αυτό που έλεγες»
Μου ζητάει με απαλή φωνή. Στυλώνω ξανά τα μάτια μου στα δικά του.
«Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα;»
Επιμένει, ανασηκώνοντας ελαφρώς το φρύδι του. Κοιτάζω τριγύρω, θέλοντας να χάσω την οπτική μας επαφή.
«Ίσως το προσπαθούσα μαζί σου. Μα και πάλι θα ήταν δύσκολο, έως ακατόρθωτο»
Διορθώνω αμέσως τον εαυτό μου στην τελευταία πρόταση, θέλοντας να του κόψω κάθε ελπίδα. Δεν έχω καμία πρόθεση να τον κοροϊδέψω. Παρακολουθώ ένα αχνό χαμόγελο να εμφανίζεται αργά στο πρόσωπο του.
«Γιατί θα ήταν δύσκολο;»
Τον κοιτάζω μπερδεμένη. Θέλει και ερώτημα; δεν είναι προφανές;
«Εσένα η ζωή σου είναι εδώ, κι εμένα στην Αθήνα. Πως θα μπορούσαμε να είμασταν μαζί;»
Με κοιτάζει σοβαρός, έχοντας τα χέρια τοποθετημένα στις θηλιές του τζιν του.
«Θα ερχομούν εγώ κάτω»
Η ανακοίνωση του με αφήνει πραγματικά εμβρόντητη.
«Μόνιμα;»
Τον ρωτάω, με μια νότα αμφισβήτησης στον τόνο μου.
«Ναι, μόνιμα»
«Και τι θα έκανες κάτω στην Αθήνα; που θα δούλευες;»
Δεν μπορεί να τα πετάει όλα τόσο εύκολα. Υπάρχουν τόσα πολλά για τα οποία θα έπρεπε να σκεφτεί.
«Οπουδήποτε. Σε μπαρ, σε σούπερ μάρκετ, ακόμη και στην λαϊκή, δεν με νοιάζει!»
Με έχει εκπλήξει τόσες πολλές φορές σήμερα, που πραγματικά έχω χάσει το μέτρημα.
«Θέλω απλά να είμαι μαζί σου. Δεν με νοιάζει το φαγητό, η ο αέρας....»
Θέλω να αμφισβητήσω την ειλικρίνεια του, να τον ειρωνευτώ και να τον διαψεύσω, μα κάτι στην έκφραση του μου το απαγορεύει. Σαν να εννοεί τα όσα λέει.
«Μαζί σου να είμαι μόνο, και αυτό μου αρκεί»
Συμπληρώνει, κάνοντας ένα ακόμα βήμα σε μένα. Τώρα μας χωρίζουν μονάχα μερικά εκατοστά. Το βλέμμα του με διαπερνά, φτάνει πολύ πιο βαθιά από το πρόσωπο μου, τρυπάει την ψυχή μου. Τι παράξενο κι αυτό.
«Δεν το συνηθίζω να χτυπάω πέντε ώρες δρόμο, μόνο και μόνο για ένα άτομο»
Υποθέτω ότι αυτό πάει για τις μέρες που ήρθε κάτω, στην Αθήνα. Να ξερε πόσες φορές έχω συλλογιστεί αυτή του την πράξη.
«Ξέρω πως έχεις πολλά να σκεφτείς.... γι' αυτό θα σε αφήσω»
Λέει και έπειτα περνάει από δίπλα μου, ώστε να φύγει από το κτίριο. Δεν κουνιέμαι, βασικά δεν ξέρω αν αναπνέω πια. Τα λόγια του γυροφέρνουν το μυαλό μου, ταλαιπωρώντας με ξανά. Θεέ μου, τι μαρτύριο είναι αυτό; γιατί σε μένα; Έχω κάνει τις επιλογές μου, ξέρω τι θέλω, και αυτό που θέλω, το έχω. Γιατί με βάζει σε τέτοια δοκιμασία η ζωή;
ESTÁS LEYENDO
Γη & ουρανός
No FicciónΗ Ισμήνη Παπακωνσταντίνου, ως βουλευτής, αναλαμβάνει να λύσει το πρόβλημα ρύπανσης σε ένα χωριό, στα βόρεια προάστια. Η υπόθεση του χωριού ίσως φαινόταν εύκολη στην αρχή! μα στην συνέχεια θα ανακαλύψει πως ίσως αυτή, ήταν η πιο λάθος απόφαση που έχε...