Στράτος POV
Την ίδια ώρα στο χωράφι.«Τι λες να γίνει σήμερα ρε Στράτο;»
Με ρωτάει ο Βαγγέλης καθώς φορτώνουμε τις μπάλες με το άχυρο στην πλατφόρμα του τρακτέρ.
«Μακάρι να ήξερα ρε Βάγγο»
Απαντάω με την φωνή μου να βγαίνει ζορισμένη καθώς πετάω την μπάλα πάνω.
«Εγώ πιστεύω πως δεν θα βγάλουν καμία άκρη, όπως και δεν βγάλανε τόσα χρόνια»
Εμ βέβαια, παιδί του Νίκου είναι, τι άποψη θα έχει; Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
«Μην είσαι απαισιόδοξος. Είσαι ακόμα νέος. Και να μην κάνεις την τύχη σου εδώ, μπορείς να φύγεις αλλού»
Προς θεού δηλαδή! ακόμα είκοσι-δύο είναι, όχι σαν εμένα που έφτασα είκοσι-οκτώ και προκοπή δεν είδα.
«Μα δεν θέλω να φύγω από το χωριό. Εδώ μεγάλωσα, εδώ θέλω να επενδύσω»
Αυτά τα παιδιά τα λυπάμαι περισσότερο. Που να επενδύσεις; σε έναν τόπο που δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από λιγνίτη;
«Το μέλλον μας εδώ, είναι το εργοστάσιο. Ούτε αγροτικό τομέα δεν έχουμε, και αυτά τα καλαμπόκια και τα συρτάρια που φυτεύουμε, δεν λένε απολύτως τίποτα»
Το έχω ζήσει στο πετσί μου αυτό τόσα χρόνια, ξέρω τι του λέω.
«Κι εγώ ήθελα να μείνω, να επενδύσω στον τόπο μου, αλλά τώρα που μεγάλωσα, κατάλαβα πως η καλύτερη επένδυση που έχουμε στην περιοχή μας... είναι ο λιγνίτης, άντε και τα ζώα, αλλά με την ακρίβεια τώρα...»
Τι κάθομαι μωρέ και λέω μεσημεριάτικα.
«Λες να προλάβουμε να πάμε στο συνέδριο;»
Με ρωτάει, πριν σκύψει για να πάρει μια άλλη μπάλα.
«Με αυτόν τον ρυθμό, δεν το βλέπω. Άντε, ανασκουμπώσου!»
Λέω, αρπάζοντας κι εγώ μια άλλη μπάλα. Μόλις τις πετάμε πάνω, ακούω τον Βάγγο να μιλάει πάλι.
«Εχθές ήρθε ο πατέρας μου από κει;»
Εκπλήσσομαι λιγάκι με την ερώτηση του.
«Ναι. Γιατί;»
Η ένταση δείχνει ξαφνικά να τον έχει καταβάλει.
«Να φανταστώ πως ότι ήπιε το έγραψε, έτσι;»
«Όπως κάθε τέλη του μήνα»
Λέω, ανασηκώνοντας αθώα τους ώμους μου. Δεν καταλαβαίνω που το πάει. Ξαφνικά, η έκφραση του αλλάζει, και από θυμωμένος δείχνει απογοητευμένος.
«Μη μου δώσεις το σημερινό μεροκάματο Στράτο, κράτα το για το χρέος του πατέρα μου»
Εκπλήσσομαι με το αίτημα του.
«Τι λες ρε Βάγγο; είσαι σοβαρός;»
Του πετάω, καθώς ακουμπάω το χέρι μου στον ώμο του.
«Το μεροκάματο σου θα το πάρεις κανονικά, και το χρέος θα το πληρώσει ο πατέρας σου, όπως γίνεται κάθε φορά»
Γιατί τρελαίνεται τώρα ξαφνικά; αφού κάθε μήνα έτσι πάει. Τώρα δεν με κοιτάει, έχει εστιάσει την προσοχή του στο έδαφος.
«Του είπα εχθές να μην βγει ρε Στράτο, για να μην έρθει και τα γράψει, αλλά εκείνος εκεί! το βιολί του μια ζωή!»
Βασανισμένο παιδί και ο Βάγγος. Τον χτυπάω φιλικά στην πλάτη.
«Μη τον ζορίσεις και συ βρε Βάγγο, αφού ξέρεις πως είναι ψυχολογικά»
Προσπαθώ να δώσω ελαφρυντικό στον Νίκο, αν και ξέρω πως κάνει κι εκείνος τα λάθη του. Έναν γιο έχει, και αυτόν τον παιδεύει.
«Ναι, κι εγώ στενοχωριέμαι που την χάσαμε, αλλά δεν το έριξα στο ποτό! Αντιθέτως, δουλεύω όλη την ημέρα σαν το σκυλί για να τα βγάλουμε πέρα. Εκείνος όμως δεν με βοηθάει καθόλου ρε γαμώτο μου!»
Τον καταλαβαίνω. Η μάνα του έχει εδώ και δύο χρόνια που έφυγε από καρκίνο. Ο Νίκος δεν φαίνεται να το έχει ξεπεράσει, αν κρίνω δηλαδή από το γεγονός ότι μέρα παρά μέρα γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι του. Δεν είναι καλό να τον βλέπει ο γιος του έτσι, δεν του δίνει και το καλύτερο παράδειγμα.
«Βάγγο, οτιδήποτε θέλεις... να ξέρεις πως είμαι εδώ, μπορώ να σε βοηθήσω, ακόμη και για χρήματα!»
«Όχι Στράτο, δεν θέλω δανεικά, δουλειά θέλω»
Μου τονίζει έντονα. Ένα χαμόγελο θαυμασμού σχηματίζεται στο πρόσωπο μου.
«Όσο είσαι εδώ, εγώ θα σου προσφέρω δουλειά. Άλλωστε είσαι καλός, γρήγορος, τέτοια άτομα χρειάζομαι»
Λέω, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.
«Άντε, έλα να συνεχίσουμε»
Τον παροτρύνω και έπειτα πιάνω άλλη μια μπάλα στα χέρια μου.
KAMU SEDANG MEMBACA
Γη & ουρανός
NonfiksiΗ Ισμήνη Παπακωνσταντίνου, ως βουλευτής, αναλαμβάνει να λύσει το πρόβλημα ρύπανσης σε ένα χωριό, στα βόρεια προάστια. Η υπόθεση του χωριού ίσως φαινόταν εύκολη στην αρχή! μα στην συνέχεια θα ανακαλύψει πως ίσως αυτή, ήταν η πιο λάθος απόφαση που έχε...