Η ώρα είναι έντεκα το μεσημέρι. Το χωριό έχει ήδη μαζευτεί στο πολύκεντρο, σχεδόν έχει γεμίσει. Βρίσκομαι καθισμένη στο κέντρο, μαζί με τον πρόεδρο και άλλα μέλη του συμβουλίου.
«Μην ανησυχείτε, έχω πολύ καλό προαίσθημα για την σημερινή μέρα»
Προσπαθεί να με καθησυχάσει. Η αλήθεια είναι πως έχω μια μικρή αγωνία, αλλά δεν είμαι και σε κρίσιμο σημείο.
«Το πιστεύω»
Θα αρκεστώ σε αυτό. Το βλέμμα μου χτενίζει το μεγάλο δωμάτιο, όμως δυστυχώς δεν βρίσκω αυτόν που ψάχνω. Νόμιζα ότι θα έρθει. Για την ακρίβεια, είχα την ελπίδα ότι θα έρθει. Κατεβάζω με απογοήτευση το κεφάλι μου.
«Να ξεκινήσουμε σιγά σιγά;»
Με ρωτάει ο πρόεδρος. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Ναι»
Δεν υπάρχει λόγος να τον περιμένω, προφανώς και δεν θα έρθει. Ισιώνω το σώμα μου, ανακτώντας ξανά τον έλεγχο του εαυτού μου.
«Λοιπόν...»
Ξεκινάει να λέει, προκαλώντας όλους τους άλλους να τον κοιτάξουν.
«Θα σας παρακαλούσα να κάνετε ησυχία»
Ζητά και μέσα σε λίγα λεπτά, όλες οι φωνές μέσα στην αίθουσα έχουν σωπάσει. Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι ώστε να τον κοιτάξω.
«Μαζευτήκαμε πάλι εδώ, ώστε να πάρουμε μια κοινή απόφαση για το χωριό μας...»
Συνεχίζει, έχοντας τα χέρια ενωμένα μεταξύ τους.
«Η κυρία, Ισμήνη Παπακωνσταντίνου, βρίσκεται εδώ για να μας βοηθήσει, σε σχέση με την τελική μας απόφαση....»
Τους εξηγεί. Οι κάτοικοι με κοιτούν με σοβαρό ύφος, σαν να με κρίνουν από μέσα τους. Ξαφνικά, ακούω το άνοιγμα της πόρτας. Αμέσως τα μάτια μου πηγαίνουν στην είσοδο, για να ανακαλύψω εκείνον, ο οποίος μόλις έχει μπει μέσα στην αίθουσα. Δεν μπορώ να συγκρατήσω το αχνό μου χαμόγελο.
«Εγώ, ως γνωστών, προτείνω την ιδέα της μετεγκατάστασης. Είναι η καλύτερη λύση για το χωριό μας, να τελειώνουμε επιτέλους με αυτήν την ρύπανση»
Ο πρόεδρος συνεχίζει να μιλάει. Αν και είναι μακριά, μπορώ να καταλάβω την ένταση του Στράτου.
«Είμαι σίγουρος ότι και οι περισσότεροι από εσάς, συμφωνείτε με την πρόταση μου»
«Για εξήγησε μας λοιπόν Απέργη, τι θα γίνει αν σηκωθεί το χωριό; που θα μείνουμε μετά; που θα δουλέψουμε; και τα ζώα μας; τι θα τα κάνουμε;»
Όχι μόνο ήρθε, αλλά αποφάσισε να σχολιάσει κιόλας. Μόνο που ξέρω ότι το κάνει για να πάει κόντρα στον πρόεδρο.
«Δεν τελείωσα ακόμη. Θα δεχτώ ερωτήσεις, αφότου εξηγήσω την σημερινή διαδικασία»
«Ω έλα τώρα! όλοι ξέρουμε για ποιον λόγο μας κουβάλησες εδώ πέρα»
Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι, για να δω τον Παύλο να διπλώνει τα χέρια του πάνω στο τραπέζι.
«Για πες μου εσύ που από ότι φαίνεται ξέρεις»
Του ζητάει με αόριστα ειρωνικό τόνο. Η αγωνία μου αρχίζει να ανεβαίνει κλίμακα.
«Προφανώς θα μας μιλήσεις πάλι για τα δήθεν αγαθά της μετεγκατάστασης, και για πόσο θα οφελήσει το χωριό»
«Πρώτα απ' όλα, έρχεται η υγεία! κι εγώ αυτό θέλω για τους συν χωριανούς μου, να έχουν υγεία, και όχι να αναπνέουν τον καρκίνο»
«Θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε κάτι καλύτερο για το εργοστάσιο, κάτι για να μειώσουμε την ρύπανση του περιβάλλοντος. Αλλά όχι! εσύ μας πήγες κατευθείαν στα εύκολα, να σηκωθούμε και να φύγουμε»
Τελικά αυτός ο Στράτος με εκπλήσσει συνεχώς με τις απόψεις του. Έχει περισσότερες ιδέες από ότι ο πρόεδρος.
«Πιστεύεις ότι είναι εύκολο να φτιάξεις καινούργιες υποδομές σε ένα παλιό εργοστάσιο;»
«Δεν είπα ότι είναι εύκολο, αλλά δεν είναι ούτε και ακατόρθωτο»
Απαντάει ο Στράτος, και το βλέμμα του στρέφεται σε μένα. Ο κόσμος γύρω μας ψιθυρίζει, και η ένταση όλο και κορυφώνεται στην ατμόσφαιρα.
«Τέλος πάντων, επειδή έτσι κι αλλιώς λες ανοησίες, θα σε παρακαλούσα να το λήξουμε εδώ και να μ' αφήσεις να συνεχίσω»
«Ανοησίες γιατί ρε Απέργη; επειδή δεν συμφωνώ με την μετεγκατάσταση;»
Πετάει φωναχτά, καθώς κατεβαίνει τα σκαλιά, για να έρθει κοντά μας.
«Στράτο, μείνε πίσω γιατί πολλά σου τα χω μαζεμένα»
Ο Παύλος τον απειλεί, κρατώντας την φωνή του σταθερή.
«Γιατί τι θα κάνεις ρε; νομίζεις ότι σε φοβάμαι;»
Του φωνάζει, βγάζοντας όση ένταση κρύβει μέσα του. Ο Παύλος σηκώνεται από την θέση του, χτυπώντας ταυτόχρονα το χέρι του στο τραπέζι.
«Βγες έξω ρε κωλόπαιδο!»
Ο Στράτος τον κοιτάζει, με ένα στραβό, υπεροπτικό χαμόγελο στα χείλη του.
«Έλα και βγάλε με εσύ αν μπορείς»
Τον προκαλεί με σταθερή φωνή τώρα. Ο Παύλος πετάει την καρέκλα, και με μεγάλες δρασκελιές, πηγαίνει κοντά του.
«Θα σε βγάλω έξω είτε με το καλό, είτε με το άγριο»
Τον ακούω να του γρυλίζει, πριν τον αρπάξει από την μπλούζα και τον σπρώξει μακριά. Αμέσως ο Στράτος περνάει στην επίθεση, πιάνοντας τον από το πουκάμισο. Πετάγομαι σαν ελατήριο από την θέση μου.
«Αν τολμήσεις να με αγγίξεις ξανά, θα σου τα κόψω τα χέρια!»
«Άντε στο διάολο ρε κωλόπαιδο»
Μουγκρίζει ο Παύλος και ξαφνικά του δίνει μια μπουνιά στο πρόσωπο.
«Όχι!»
Εκφωνίζω αυθόρμητα. Ένας καβγάς ξεσπάει σε δευτερόλεπτα ανάμεσα τους, με τις γροθιές να πέφτουν βροχή.
«Σταματήστε τους!»
Ακούω κάποιους να φωνάζουν, ενώ δύο άντρες προσπαθούν να τους χωρίσουν.
«Θα σε διαλύσω ρε παλιόπαιδο! Όλο κάτω από την μύτη μου σε βρίσκω!»
Του φωνάζει ο Παύλος. Δύο άτομα τον κρατάνε μακριά, ενώ τον Στράτο τέσσερις.
«Μάλλον η λίγδα σου δεν πιάνει παντού Απέργη»
Αποκρίνεται, σκουπίζοντας το αίμα από το κάτω χείλος του. Θεέ μου, η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο της σε αυτό το θέαμα.
«Θα δεις ρε κωλόπαιδο, θα σου κάνω μήνυση ρε! θα το φυσάς και δεν θα κρυώνει, θα δεις εσύ»
Τον Παύλο τον έχει πιάσει ένα παραλήρημα θυμού. Παρατηρώ μερικούς άντρες να σπρώχνουν τον Στράτο έξω από το πολύκεντρο. Μα την ίδια στιγμή, ακούω σειρήνες να ηχούν απέξω. Σκατά, ήρθε η αστυνομία. Πότε πρόλαβαν και τους κάλεσαν; Κοιτάζω με απελπισία τον Στράτο. Φοβάμαι ότι δεν θα την γλιτώσει εύκολα τώρα.
ESTÁS LEYENDO
Γη & ουρανός
No FicciónΗ Ισμήνη Παπακωνσταντίνου, ως βουλευτής, αναλαμβάνει να λύσει το πρόβλημα ρύπανσης σε ένα χωριό, στα βόρεια προάστια. Η υπόθεση του χωριού ίσως φαινόταν εύκολη στην αρχή! μα στην συνέχεια θα ανακαλύψει πως ίσως αυτή, ήταν η πιο λάθος απόφαση που έχε...