Ν, ν) Ναύτες

18 4 2
                                    

Ν, ν) Ναύτες

Κάποτε η Ακβέλια ήταν μια πόλη γεμάτη ζωή, πάνω και κάτω από τη θάλασσα· ένα σημείο συνάντησης για εμπόρους και ταξιδευτές όλων των Τόπων κι όλων των φυλών. Ο Υρζούλ ήταν πολύ μικρός τότε, αλλά θυμόταν ολοκάθαρα τα μεγάλα πλοία με τις διαλεχτές πραμάτειες και τους πολλούς ναύτες να φτάνουν στο λιμάνι. Οι ναύτες... Πάντα του έκαναν εντύπωση τούτα τα ανθρωπόμορφα πλάσματα, που παρ' ό,τι δεν μπορούσαν να ζήσουν στη θάλασσα, όπως αυτός, την αγαπούσαν τόσο και ταξίδευαν στα κύματά της, ακροβατώντας καθημερινά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Στα μάτια του έμοιαζαν να υπερβαίνουν τη φύση τους κι αυτό τον συνάρπαζε. Τον έκανε να θέλει να υπερβεί τη φύση του κι αυτός! Να θέλει να εξερευνήσει τους Τόπους τους, έστω κι αν δεν μπορούσε να ζήσει στη στεριά, όπως αυτοί. Δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπήρχε· αν μπορούσαν οι ναύτες να είναι στη θάλασσα, θα μπορούσε κι ένας Γοργόνος να είναι στη στεριά.

Ένα απόγευμα, είχε ρωτήσει έναν γέρο καπετάνιο, που ήταν παλιός φίλος με τον πατέρα του και βρισκόταν στο νησί για δουλειές. Ο παράξενος Άνθρωπος με τα λευκά γένια και το τσιμπούκι γέλασε απρόσμενα στα λόγια του νεαρού αγοριού, δεν θέλησε όμως να το αποθαρρύνει. Του είπε πως αν έχει κανείς θέληση, μπορεί να κάνει την μεγαλύτερη υπέρβαση. Φυσικά, ο Ζαλ-Ταλέν, που όντας ο γηραιότερος της φυλής, είχε άλλα μυαλά, αποδοκίμασε την ιδέα αμέσως, όπως αποδοκίμαζε και την έλευση των πλοίων στο πάνω μέρος της πόλης. Τα Ωκεάνια Πνεύματα, όπως έλεγε, φρόντιζαν ο λαός τους να έχει ό,τι χρειάζεται κάτω από τη θάλασσα, εκεί όπου ανήκαν κι ήταν ύβρις να θέλουν να έχουν παραπάνω απ' όσα χρειαζόντουσαν. Φυσικά ούτε ο μικρός Υρζούλ ήθελε να τον ακούσει, ούτε ο πατέρας του. Η φυλή τους είχε καταφέρει να φέρει κοντά τόσους πολιτισμούς, τόσους διαφορετικούς λαούς, που μπορεί και να εχθρεύονταν ο ένας τον άλλο στη στεριά. Αυτό ήταν μεγάλο κατόρθωμα και η ανταμοιβή τους ήταν τα αμέτρητα πλούτη που μάζευαν. Και δίκιο ήταν και σωστό! Καμία ύβρις!

Αυτά συνέβαιναν πριν από αμέτρητα χρόνια, όταν οι Γοργόνες είχαν αμύθητους θησαυρούς και η φιλοξενία τους ήταν γνωστή στα πέρατα της Μυθυφηλίου. Μα να που τα Πνεύματα είχαν τελικά θιχτεί και τους το έδειξαν με κάθε δυνατό τρόπο. Η διχόνοια είχε ξεκινήσει πολύ πριν γεννηθεί ο Υρζούλ, αλλά όλο κι απλωνότανε, όλο και μαύριζε τα πάντα γύρω της, σαν το μελάνι της σουπιάς. Κι ο λαός της Ακβέλιας έπεσε σε μια δυσμένεια πρωτόγνωρη· οι εμπορικές συναλλαγές σταμάτησαν, τα διαμαντικά και τα μαλάματα που με τόση επιμέλεια μάζευαν έγιναν άχρηστα, γιατί δεν ήταν φαγώσιμα. Η πείνα αυτή που δεν είχαν ξαναζήσει τους έκανε επιθετικούς, βάρβαρους, τους έφερε σε σημείο να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο για να τραφούν και να ζήσουν άλλη μία μέρα. Η αγάπη έγινε μίσος και το μίσος αυτό πήρε πολλούς μαζί του, ο πατέρας του Υρζούλ να είναι ένας απ' τους πρώτους. Έτσι ο νεαρός Γοργόνος έγινε αυτός ο Φύλαρχος όσων είχαν απομείνει καθαροί από τη βίαιη τρέλα που έμοιαζε να κολλάει στους άλλους σαν ασθένεια.

Αναγκαστικά άφησε στην άκρη την επιθυμία του να ταξιδέψει στη στεριά, να κάνει μια μεγάλη υπέρβαση. Από τη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά του, η υπέρβασή του ήταν να φροντίζει για την επιβίωση του λαού του. Κι ήταν στ' αλήθεια περήφανος γι' αυτό, μα κάθε φορά που έβγαινε στην επιφάνεια κι έβλεπε τα ρημαγμένα πλοία και το έρημο νησί, ένας κόμπος δενόταν στο στομάχι του, κρατώντας συντροφιά στην πείνα του. Οι ναύτες τώρα δεν έρχονται. Έχουν ξεχάσει την ύπαρξη της Ακβέλιας, ή μπορεί και να 'χουν μάθει για τα Γκέλντερον και τον κανιβαλισμό των Άλλων και να μην πλησιάζουν από φόβο. Τώρα μόνο κάτι πειρατές έρχονται πού και πού κι αρπάζουν ό,τι βρούνε, όπως έγινε και πριν από έναν μήνα. Ο Υρζούλ είχε προλάβει να δει έναν από δαύτους να στέκεται στο λιμάνι: έναν νεαρό Άνθρωπο με ανοιχτά ξανθά μαλλιά και μπράτσα φορτωμένα με τατουάζ, που σε αντίθεση με τις Γοργόνες, δεν πήγαιναν καθόλου στο ανθρώπινο δέρμα, όπως σκέφτηκε ο Φύλαρχος. Πολύ αποκρουστικό θέαμα, αν σκεφτόταν κανείς ότι ήρθε για να τους κλέψει κιόλας. Ο Υρζούλ νοσταλγούσε τους ναύτες και καταριόταν καθημερινά το Μαύρο Πετράδι που ξεκίνησε όλη αυτή τη δυστυχία. Σήμερα, η πείνα και η απελπισία του τον οδήγησε πάλι πολύ κοντά στην επιφάνεια· εκεί είδε ένα πολύ παράξενο πλεούμενο που έμοιαζε με μπουρμπουλήθρα, να περνάει, με δυο α ανθρωπόμορφα πλάσματα πάνω του. Φοβισμένος, αλλά με την πείνα του και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού να τον καθοδηγούν, ο νεαρός Φύλαρχος πήρε απόφαση να πλησιάσει. Αν είναι πάλι πειρατές, θα τους δώσει ένα γερό μάθημα! Πού να φανταστεί πως αυτά τα δύο πλάσματα δεν ήρθαν για να κλέψουν, αλλά για να φέρουν τη σωτηρία στην Ακβέλια κι όλες τις Γοργόνες της!

Αλφαβητικά one-shots της Κρυστέλ #TYS2023 #SPBC2023Место, где живут истории. Откройте их для себя