Κεφάλαιο 3.

251 23 3
                                    

Πέρασα ένα μεγάλο μέρος της υπόλοιπης μέρας μέχρι αργά το βράδυ προσπαθώντας να βγάλω από το μυαλό μου την εικόνα των καστανών ματιών που έκρυβαν αστραπές σαν αυτές που φώτιζαν το νυχτερινό ουρανό. Δοκίμασα σχεδόν τα πάντα και όταν νόμιζα πως είχα ξεχαστεί, έκαναν ξανά την εμφάνιση τους. Μετά εμφανιζόταν και το υπόλοιπο πρόσωπο με τα έντονα χαρακτηριστικά και το πλατύ χαμόγελο που με έκανε να ανατριχιάσω πολλές φορές σήμερα.

Ήμουν τόσο θυμωμένη με τον εαυτό μου, σχεδόν εξοργισμένη που δε μπορούσα να ξεχάσω ένα πρόσωπο. Έπιασα ένα φύλλο χαρτί με σκοπό να σχεδιάσω κάτι και να ξεχαστώ. Ξεκίνησα με ένα αμυγδαλωτό σχήμα που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα πεσμένο φύλλο από κάποιο δέντρο, σαν αυτά στο στενάκι όπου έμενα. Συνεχίζοντας όμως, το σχέδιο δεν θύμιζε τα πορτοκαλί ξερά φύλλα που γέμιζα τους δρόμους. Μακριές γραμμές το περιέβαλλαν και στο κέντρο ένα γεμισμένο οβάλ σχέδιο. Ξανακοίταξα το σχέδιο και παρατήρησα πως ήταν αρκετά γνωστό. Αν άλλαζα απλά το χρώμα... Αναπήδησα και άφησα μια κραυγή συνοδευμένη από τις βροντές έξω. Τσαλάκωσα το χαρτί και το άφησα εκεί στην άκρη του τραπεζιού κοιτώντας το από μακριά διστάζοντας να το ανοίξω. Σαν μικρό παιδί φοβόμουν ότι κάτι τρομακτικό θα ξεπηδήσει από μέσα και θα πάρει σάρκα και οστά.

Αυτό όμως που φοβόμουν πραγματικά δεν ήταν τα μάτια ή εκείνος. Ήταν το καινούργιο αυτό για μένα αίσθημα, η αναταραχή και η ντροπή που ένιωθα δίπλα του. Άρπαξα το μαξιλάρι του καναπέ και το κουκούλωσα με το σώμα μου. Έγινα μια μικρή μπάλα μαλλιών , ρούχων και άπλετων σκέψεων που με τρόμαζαν. Έριξα το βάρος μου στην άκρη και μάλωνα τον εαυτό μου που δεν έπραττε έξυπνα και σωστά. Μετά από λίγο κουράστηκα και τα βλέφαρα μου βάρυναν. Δεν μπορούσα να αντισταθώ στη γλυκιά μουσική του ύπνου και έτσι παραιτήθηκα με την ελπίδα ότι θα ήμουν ήρεμη...


Το επόμενο πρωινό δε με βρήκε και στην καλύτερη διάθεση. Έβρεχε δυνατά σαν εχτές το βράδυ και ο καιρός αυτός με εξέφραζε απόλυτα. Ένα παρόμοιο χάος επικρατούσε μέσα μου, και το κεφάλι μου πονούσε από τις πολλές σκέψεις και τις προσπάθειες. Θα μπορούσα να μείνω σπίτι αλλά είχα μάθημα και δεν έπρεπε να το χάσω. Ντύθηκα ζεστά, πήρα μια ομπρέλα, το θερμός με τη λουίζα και βγήκα έξω, χωρίς να είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω την καινούργια ημέρα του Νοέμβρη...

Το λεωφορείο ήταν γεμάτο κόσμο, ο ένας δίπλα στον άλλο σαν παστές σαρδέλες. Τέτοιος συνωστισμός μου προκαλούσε δυσφορία σε σημείο που σκεφτόμουν σοβαρά να βγω έξω και να περπατήσω στη βροχή ως τη σχολή. Η ιδέα όμως μιας πνευμονίας και των συνεπειών της με απέτρεψαν από μια τέτοια παρόρμηση. Πρώτα η λογική και μετά η πράξη. Η αλαζονεία και ο παρορμητισμός δεν έχουν ποτέ καλά αποτελέσματα. Αυτό συνήθιζε να μου λέει η γιαγιά μου. Μαγείρευε φαγητά αγαπημένα με μυρωδιές που ξυπνούσαν αισθήματα ευχαρίστησης και μου έλεγε διάφορες ιστορίες, οι οποίες πάντα σαν του Αισώπου κατέληγαν σε μια μικρή φράση γεμάτη νόημα. Τις περισσότερες τις είχα αποστηθίσει αλλά και να τις ξεχνούσα μπορούσα να τις βρω σε ένα μικρό ξύλινο κουτάκι. Μου το είχε δώσει σαν ενθύμιο από το χωριό και εγώ εκεί μέσα έκρυψα σε χαρτιά το καλύτερο κομμάτι, τις πιο όμορφες αναμνήσεις. τα πιο σοφά λόγια...

Ποτέ ως τώρα...Where stories live. Discover now