Κεφάλαιο 22.

156 18 0
                                    

"Και τώρα;" τον ρώτησα ενώ ανακάτεβα την ζάχαρη στην κούπα με το ζεστό μου ρόφημα. Το γνωστό με το μεθυστικό άρωμα. Επιτέλους κατάφερα να κάνω το ερώτημα που με βασάνιζε τις τελευταίες ώρες. Μετά το δεύτερο φιλί αποφάσισε να με βγάλει για μια βόλτα καθώς η αίθουσα μουσικής δεν με κρατούσε παραπάνω.

Με κοίταξε ερωτηματικά σαν να μην άκουσε το ερώτημα και περίμενε κάποια επεξήγηση, κάποιο στοιχείο για να βασιστεί. Θεωρούσα ήδη δύσκολο το ερώτημα να διατυπωθεί από εμένα σαν Λουίζα. Οι κλασσικές ανασφάλειες και αμφιβολίες με περιτριγύριζαν σαν ύαινες έτοιμες να ορμήξουν στο θύμα τους, εμένα και τις αποφάσεις μου.

Έκανε την κίνηση να ακουμπήσει τα χείλη του στην κατακόκκινη κούπα του, αλλά σταμάτησε έκπληκτος και περίεργος. Βρισκόμασταν στο σαλόνι του και καθόταν απέναντι μου σε μια πολυθρόνα, ενώ εγώ στον καναπέ. Είχε άπλετο χώρο και για τους δυο μας, ωστόσο έμοιαζε να προτιμά την απόσταση ανάμεσα μας. "Εννοώ ότι..." Πάλι αιωρούνταν η πρόταση ατελείωτη και χωρίς νόημα. Ως πότε όμως. Ως πότε θα το απέφευγα; Βέβαια είχαν περάσει ελάχιστες ώρες από το δεύτερο φιλί μας και δεν είχε γίνει καμία αναφορά. Ανησυχούσα. Για την ακρίβεια με έτρωγε η περιέργεια και η αγωνία του να μάθω. Να ξεκαθαριστεί αυτή η ομιχλώδης κατάσταση. Να ξέρω τι πρέπει να ακολουθήσω...

Δοκίμασα άλλη μια φόρα χωρίς επιτυχία να εκφραστώ και τον έκανε να χαμογελάσει κρυφά, μα εγώ το είδα. Φωτιζόταν ο χώρος. ήταν υπομονετικός και με το βλέμμα του με προκαλούσε. Με προκαλούσε να μιλήσω και να κάνω εγώ το βήμα. Με προκαλούσε να βγω από το προστατευτικό καλούπι μου και να κάνω ένα βήμα μπροστά, ή μάλλον ακόμα ένα βήμα. Είναι πολύ πιθανόν να έχει δίκιο. Ίσως είναι καιρός να πάρω κάποια πράγματα στα χέρια μου. Ήταν άθλος για μένα να του το πω με λόγια όμως, να πω ξεκάθαρα και χωρίς τραύλισμα ή διακοπές αυτό που θέλω. Έπαιζα με τους αντίχειρες μου νευρικά και ήμουν σίγουρη πως το προσωπο μου θύμζε περισσότερο μια κατακόκκινη ντομάτα. Βρήκα τη σωτηρία μου στην κιθάρα του που στεκόταν απέναντι μου.

Σηκώθηκα με αργά βήματα και ιδρωμένες παλάμες για να την πάρω. Τα πόδια μου ήταν μουδιασμένα και αναρίγησα, καθώς το βλέμμα του με ακολουθούσε σε όλη τη διαδρομή μέχρι πίσω στον καναπέ. Βολεύτηκα ανάμεσα στα μαξιλάρια και σήκωσα ελαφρά τα μανίκια μου για να μην μπλεχτεί πουθενά η ραφή του μάλλινου πουλόβερ μου. Δεν ζήτησα για πένα, αγνόησα τελείως τη συνήθειά μου διότι καιγόμουν από την επιθυμία να μιλήσω, να βγάλω από μέσα μου το ερώτημα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και στην εκπνοή ξεκίνησα να παίζω...

Ποτέ ως τώρα...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora