Κεφάλαιο 19.

130 18 1
                                    

Τα σώματα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Υπάρχει ο δεύτερος νόμος του Νεύτωνα γνωστός και ως "Νόμος Δράσης-Αντίδρασης". Εξαιρέσεις δεν υπάρχουν και συνεπώς εφαρμόζεται και στους ανθρώπους.

Εκείνο το βράδυ προσπάθησα να κάνω συνειρμούς και συνεπαγωγές από αυτή την απλή καθιερωμένη αρχή της φυσικής στην δική μου ζωή και το πως ένιωσα μετά το χορό μου με τον Άρη. Το σώμα μου αναριγούσε και η καρδιά μου ηχούσε σαν την ντράμς του Βαγγέλη. Οι παλάμες μου ήταν ιδρωμένες και τα άκρα μου ανίκανα να συγκρατήσουν οτιδήποτε. Τα γόνατα μου έγιναν ζελέ και παραπάτησα πάνω του αναγκάζοντας τον να σταματήσει τον χορό. Με τράβηξε έξω από την λαοθάλασσα και χαμογελαστός όπως πάντα μου προκαλούσε το πιο απίστευτο συναίσθημα...

Κουκουλωμένη κάτω από το σκέπασμα ξύπνησα πάλι νωρίς από συνήθεια και πρόγραμμα. Δεν έκανα καμία κίνηση για να ξεκινήσω την ημέρα μου και όμως το μυαλό μου προχωρούσε μίλια μπροστά, έτρεχε σαν το μετρό. Όσο πιο πολύ σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο με ανησυχούσε η όλη κατάσταση μεταξύ εμου και του Άρη και κατά συνέπεια τόσο περισσότερο βυθιζόμουν στις παγίδες των ανασφαλειών μου, των φαντασιώσεων και των διλημμάτων. Σωστό βασάνισμα.

"Αν όντως με βρίσκει ελκυστική γιατί δεν το δείχνει πιο ξεκάθαρα;"

"Αν πάλι απλά είναι εκδηλωτικός σαν χαρακτήρας και απλά εγώ μπερδεύομαι;"

"Γιατί εμένα; Και πώς, τι του άρεσε; Τι είδε;"

"Να εκδηλωθώ; Ή θα πληγωθώ; Και αν πάλι βρει άνοιγμα και προχωρήσει; Αν γίνουμε σαν την Μελίνα και τον Βαγγέλη; Αν τελικά, με φιλήσει;..."

Αυτό το τελευταίο ερώτημα δήλωνε τη λήξη του εσωτερικού μονολόγου καθώς εικόνες, μυρωδιές και ήχοι μου το παρουσίαζαν σαν σκηνή από ρομαντική κομεντί στο κινηματογράφο της φαντασίας μου. Ταρακούνησα το κεφάλι μου και βιαστικά τινάχτηκα έξω από τα σκεπάσματα. Το κρύο με διαπέρασε ξυπνώντας με ακόμα περισσότερο και με έκανε να ανατριχιάσω. Έβαλα μια ζακέτα πάνω από το μακρυμάνικο μπλουζάκι της πιτζάμας και άφησα τα μαλλιά μου από μέσα να προσφέρουν μια κάποια ζεστασιά στο σβέρκο μου. Το συμπλήρωμα ήταν η ζεστή κούπα που ανέδυε το πιο γλυκό άρωμα, αυτό που με έκανε να νιώθω ασφάλεια, ηρεμία και πάνω απ' όλα να θυμάμαι.

Να θυμάμαι τα χέρια της γιαγιάς μου με αυλάκια τις ρυτίδες που πρόδιδαν την ηλικία της και σημάδια από την πολύωρη έκθεση τον ήλιο που έλουζε το χωριό. Αυτά τα χέρια χάιδευαν απαλά την πλάτη μου κάθε φορά που στεναχωριόμουν, απογοητευόμουν ή πολύ απλά αναζητούσα μια αγκαλιά. Αυτά τα χέρια χτένιζαν τα μαλλιά μου απαλά, λύνοντας τους κόμπους. Αυτά τα χέρια είχα προσπαθήσει να διδάξω πιάνο, έστω το αγαπημένο της τραγούδι και τα έπιανα με ευλάβεια να μην σπάσουν. Αυτά τα χέρια μου έδιναν την κούπα με το ρόφημα όποτε το ζητούσα. Και τώρα τι υπήρχε από αυτά; Σκόνη και αναμνήσεις.

Ποτέ ως τώρα...Où les histoires vivent. Découvrez maintenant