Κεφάλαιο 17.

125 18 4
                                    

Ξυπνώντας δεν άνοιξα τα μάτια μου. Παρίστανα την κοιμισμένη σε περίπτωση που κάποιος βρισκόταν στο δωμάτιο. Το ξυπνητήρι μου χτύπησε κανονικά στο γνωστό ρυθμό. Χουχούλιασα στα μαξιλάρια που μύριζαν σαν το σαμπουάν μου αλλά αναμεμειγμένο με μια μυρωδιά δάσους. Πεύκο και κάτι αντρικό. Και επίσης έλειπε η κυρίαρχη μυρωδιά της λουίζας. Αυτό και μόνο με τρομοκράτησε θυμίζοντας μου πως δεν βρισκόμουν σπίτι.

Ανέτρεξα σε πρόσφατες αναμνήσεις και ανασαίνα την διαφορετική αλλά όμορφη μυρωδιά των σκεπασμάτων. Με σφαλιστά κλειστά τα βλέφαρα περίμενα για κάτι που θα ξυπνούσε τις αναμνήσεις μου. Τότε άκουσα το άκουσα. Η μουσική μου. Η μουσική που έγραψα να βγαίνει από το ήχειο μιας κιθάρας και ταυτόχρονα να ακούγονται στίχοι από μια ανδρική φωνή που μου προκάλεσε ανατριχίλα.

Πετάχτηκα σαν ελατήριο από το κρεβάτι και έτρεξα στο σαλόνι όπου είδα την αιτία της μουσικής. Την αιτία που το σώμα μου αντιδρούσε περίεργα. Ο Άρης ήταν σε μια περίεργη στάση ανάμεσα στο καθιστός και στο ξαπλωμένος στον καναπέ με μια λευκή φούτερ και μια φαρδιά γκρι φόρμα, και στην αγκαλιά του βρισκόταν η σκουρόχρωμη κιθάρα του. Η δικιά μου στεκόταν στην διπλανή πολυθρόνα πολυ πιο ανοιχτόχρωμη και τα χρώματα ήρθαν σε αντίθεση.

"Καλημέρα." μου είπε με ένα χαμόγελο και το βλέμμα μου γύρισε προς το πρόσωπο του. Κάτι που δεν είχα δει ποτέ ήταν μια μικρή ελιά στο δεξί του μάγουλο, πάνω στη γραμμή του ζυγωματικού. Ήταν τόσο παράταιρη, όμως λίγο διαφορετική, ξεχωριστή σχεδόν. "Καλημέρα." απάντησα αγουροξυπνημένη και χασμουρήθηκα όσο πιο διακριτικά μπορούσα. Οικονομία αντιδράσεων... "Κοιμήθηκες καλά;" με ρώτησεκαι πέρασε τα δάχτυλα του ανάμεσα από τα πυκνά αχτένιστα μαλλιά του. "Ναι, ναι. Μια χαρά." απάντησα και κάθισα δίπλα του σε μια απόσταση ασφαλείας για να μην τον ενοχλώ έτσι όπως κρατούσε την κιθάρα.

Μόλις κάθισα εκείνος σηκώθηκε όρθιος και χαμογελαστός όπως πάντα πήγε στα μέσα δωμάτια αφηνοντάς με μόνη στο σαλόνι. Ένα ρίγος με διαπέρασε και συνειδητοποίησα πως το μακρυμάνικο απλό μπλουζάκι που φορούσα δεν έκανε και την καλύτερη δουλειά στο να με ζεσταίνει. Κοίταξα τριγύρω μα δεν βρήκα κατι που θα με ζέσταινε. Έτσι απλά περίμενα.

Λίγα λεπτά πέρασαν και ο Άρης εμφανίστηκε με ενα μικρό δίσκο. "Δεν είναι και ότι καλύτερο αλλά δεν μπορείς να πας σχολή με άδειο στομάχι." είπε και εναπόθεσε στο τραπεζάκι τον δίσκο. Δύο μεγάλες κούπες με ρόφημα, δύο πιάτα με ψωμί, βούτυρο και μέλι. οικοκύρης' σκέφτηκα και γέλασα στην εικόνα που σχημάτισα. Το κρύο επανήλθε όμως δριμύτερο από ένα ανοιχτό παράθυρο, που δεν είχα παρατηρήσει. Τη στιγμή που αντέδρασα με παρατήρησε, σηκώθηκε με μιας και το έκλεισε με δύναμη. "Είσαι ώρα έτσι; Γιατί δεν είπες κάτι; Να πάρε..." είπε και μου έδωσε μια αθλητική ζακέτα- πιθανότατα δική του- που κρεμόταν στον καλόγερο.

Ποτέ ως τώρα...Where stories live. Discover now