Άγκυρα 1η μέρα *απόγευμα

5 0 0
                                    

  Πέρναγα ήδη πολύ ωραία , μόνο ένα πράγμα έμενε να γίνει για να περάσω τέλεια σε αυτό το ταξίδι. Τέλος πάντων, φύγαμε με την Νεφέλη και τον Βασίλη και ανεβήκαμε πάνω στο δωμάτιό μου , στο κρεβάτι . Ήμασταν μόνοι μας , αφού η Κασσιανή είχε φύγει , γιατί κάποιος την είχε φωνάξει. Εγώ είχα εμπιστευτεί στην Νεφέλη ότι είχα φτιάξει λογαριασμό στο ίνσταγκραμ κρυφά  παρά την άρνηση της μαμάς μου , αλλά δεν ήξερα αν μπορούσα να εμπιστευτώ και τον Βασίλη. Ο Σταύρος είχε έρθει έξω από το δωμάτιο και ζητούσε τον Βασίλη. Όταν ενημέρωσα τον Βασίλη και βγήκε έξω από το δωμάτιο , ρώτησα κατευθείαν την Νεφέλη αν μπορούσα να του εμπιστευτώ κάτι τέτοιο και αυτή με διαβεβαίωσε άρα αποφάσισα όταν έμπαινε μέσα να του το πω. Έτσι έγινε , όταν μπήκε μέσα άρχισε να λέει πως έφτασε χίλιους ακόλουθους στο ίνσταγκραμ και εγώ του έλεγα επίτηδες πως εγώ δεν είχα τόσους. Στην αρχή , δεν κατάλαβε και το προσπέρασε. Όταν κατάλαβε τι είπα , με κοίταξε μέσα στα μάτια μπερδεμένος και μου έδωσε , χωρίς να χάνει χρόνο , το κινητό του για να του γράψω το προφίλ μου. Η Νεφέλη είχε πάει στην πόρτα ή ήταν απέξω , δεν θυμάμαι καλά. Με έκανε φόλλοου και έκλεισε το κινητό του. Τότε , πήγαμε έξω στην Νεφέλη και μετά από λίγο ξαναγύρισα στο δωμάτιο , αλλά αυτή τη φορά με τον Βασίλη και τον Σταύρο , ο οποίος μόλις μπήκε στο δωμάτιο έτρεξε στο μπάνιο για να πάρει τα σαπουνάκια. Πήγε και ο Βασίλης και πήρε ένα κουτάκι από σαπούνι. Ο Σταύρος έτρεξε και έφυγε , ενώ ο Βασίλης έμεινε , έκλεισε την πόρτα  και ενώ κρατούσε το κουτί και του έλεγα να μου το φέρει , όπως είχαμε έρθει πιο κοντά αυτός σήκωσε το χέρι του και άρχισε να γελάει. Του ξαναφώναξα να μου το φέρει και έτσι κοντά που είμασταν ο ένας στον άλλον , όταν προσπαθούσα να φτάσω το χέρι του το στήθος μου τον ακούμπαγε και τα πρόσωπά μας ήταν πολύ κοντά σε σημείο να νιώθω την καρδιά μου να βγαίνει έξω από το στήθος μου. Τον έβλεπα να με έχει φάει με τα μάτια του και κοιτούσε συνέχεια τα χείλη μου . Όταν επιτέλους κατάφερα και έφτασα το χέρι του και άνοιξα του κουτάκι , είδα πως δεν είχε τίποτα μέσα. Τότε ο Βασίλης άρχισε να γελάει και να μου λέει πως αποκλείεται να πίστευα πως είχε κάτι εκεί μέσα. Άρχισα να δικαιολογούμαι , γιατί όντως νόμιζα πως κάτι είχε μέσα . Τη στιγμή που τον ρώτησα πως ήξερε πως δεν έχει κάτι μέσα , αυτός μου είπε ότι το είχε δει πιο πριν αλλά ήθελε να με πειράξει λίγο.
Τότε ήρθε η Κασσιανή , έφυγε ο Βασίλης και πήγαμε μία βόλτα να εξερευνήσουμε το ξενοδοχείο.

Και έτσι άρχισαν όλα...Waar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu