Κεφάλαιο 6

290 27 19
                                    

Alice: How long is forever?

White Rabbit: Sometimes, just one second.

-Lewis Carroll


Όλιβερ Κόρυ:

Ρέσεν, 20 Φεβρουαρίου 2013:

   Έξω το φεγγάρι γέμιζε το μαύρο του ουρανού και ο κρύος αέρας ταξίδευε στην πόλη, ανάμεσα σε σοκάκια, κεραμίδια και κλαδιά δέντρων. Μέσα, ο Όλιβερ τυλιγμένος σφιχτά με την κουβέρτα αφουγκραζόταν το ελαφρύ ροχαλητό του Μάλκολμ ο οποίος κοιμόταν δίπλα του, λίγα εκατοστά μακριά του, τα σώματα τους ίσα που ακουμπούσαν μεταξύ τους καθώς ο ένας άντρας κοιμόταν και ο άλλος άκουγε. Κάποια στιγμή, έπιασε τον εαυτό του να συγχρονίζει τις ανάσες του με το θόρυβο λες και αυτό θα κατάφερνε να κρατήσει το Μάλκολμ για πάντα εκεί, δίπλα του, στο κρεβάτι τους, εκεί όπου ήταν η θέση του. Το χέρι του άλλου άντρα ήταν τυλιγμένο γύρω του κλείνοντας τον σε μια σφιχτή αγκαλιά έτσι ώστε να μοιράζονται τη ζεστασιά από την επαφή δέρματος πάνω σε δέρμα ενώ τα δάχτυλα του Όλιβερ χάιδευαν τα δάχτυλα του, απαλά, προσεκτικά, νοιώθοντας την επαφή χωρίς να τον ξυπνάει.

Μπορούσε να νοιώσει την ανάσα του να ζεσταίνει το σβέρκο του, να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του, όλα αυτά τα απλά πράγματα που συνήθως τον χαλάρωναν, τον νανούριζαν και τον βοηθούσαν να κοιμηθεί ακόμα και τις πιο ταραγμένες νύχτες όταν ο ύπνος φαινόταν ένα μακρινό όνειρο. Αλλά όχι τώρα. Τώρα είχε χουχουλιάσει στη ζέστη του δωματίου και στα αυτιά του έφταναν οι ήχοι της νύχτας ανάμεικτοι με την παρουσία του άντρα της ζωής του.

Όσο και αν ήθελε να αφεθεί και να βουλιάξει στο αίσθημα της απόλυτης ευτυχίας, υπήρχε κάτι που τον τραβούσε πίσω, κάτι που δεν τον άφηνε να χαρεί και να κοιμηθεί και να ηρεμήσει. Ήταν αυτό το μικρό ξύλινο κουτί και το ανατριχιαστικό περιεχόμενο του. Ήταν αυτά τα δόντια που κάποιος τους είχε στείλει ως δώρο. Ο Μάλκολμ το είχε κρύψει σε ένα συρτάρι κάπου στο σαλόνι. Εκεί που θα μπορούσαν να το ξεχάσουν, μακριά τους αλλά και τόσο κοντά τους, λες και με αυτόν τον τρόπο θα εξαφάνιζε τον κίνδυνο. Έναν κίνδυνο που καραδοκούσε, περίμενε υπομονετικά, έτοιμος να επιτεθεί και ο Όλιβερ φοβόταν. Φοβόταν επειδή για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν ευτυχισμένος και τώρα κάποιος τρελάρας απειλούσε να του καταστρέψει το γυάλινο κόσμο του και να του κλέψει ότι λάτρευε περισσότερο. Φοβόταν για τη ζωή του και τη ζωή του Μάλκολμ. Φοβόταν για τη σχέση τους. Φοβόταν τι θα συνέβαινε αν αν κάποιος μάθαινε, αν κάποιος ανακάλυπτε το μυστικό που προσπαθούσε τόσο καιρό να κρύψουν. Και αν μάθαινε ένας, τότε θα ήξεραν όλοι. Θα ήξεραν πως ότι συνέβαινε ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους μόνο απλή συγκατοίκηση μεταξύ φίλων δεν ήταν.

A Deal with the Devil {GW15 Winner}Where stories live. Discover now