Κεφάλαιο 8

204 20 64
                                    

"I remained too much inside my head and ended up losing my mind."— Edgar Allan Poe

Άιβη Χάρπετ:

Ρέσεν, 20 Φεβρουαρίου 2013:

«Σου έχω πει ποτέ πόσο σε λατρεύω;» ψιθύρισε ο Μπρους στο λαιμό της, η αναπνοή του την γαργαλούσε και την έκαιγε καθώς άφηνε μικρά φιλιά στο λευκό δέρμα της. Η αίσθηση από τα ζεστά χείλη του πάνω της την έκανε να βγάλει ένα γουργουρητό ευχαρίστησης «Το λατρεύω όταν το κάνεις αυτό, ακούγεσαι σαν καταραμένη γάτα.» η Άιβη χαμογέλασε και έτρεξε τα δάχτυλα της στα σκούρα καστανά μαλλιά του πριν τον τραβήξει σε ένα κανονικό φιλί. Είχαν καιρό να μείνουν μόνοι, με αυτόν τον τρόπο τουλάχιστον,και ήθελε να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο. 

   Ήταν μια από εκείνες τις μέρες που το χιόνι είχε προλάβει να καλύψει τους δρόμους πριν ο ήλιος κάνει την εμφάνιση του στον συννεφιασμένο ουρανό. Μία από εκείνες τις μέρες που η Σάμερ έλειπε σε κάποια δουλειά και είχαν βρει την ευκαιρία να βουλιάξουν ο ένας στην αμαρτία της αγκαλιάς του άλλου. Ήταν από εκείνες τις μέρες που θα μπορούσε να νιώσει πραγματικά ο εαυτός της για λίγη ώρα, να χαθεί στις σκέψεις της και στο άρωμα του Μπρους και να αφήσει όλο τον κόσμο που τους περιέβαλλε να χαθεί σε κάτι μακρινό και θολό. Μπορούσε να υψώσει αυτόν τον τοίχο που λάτρευε και να τους διαχώριζε από ό,τι άλλο υπάρχει εκεί έξω. Ό,τι βλαβερό και πικρόχολο. Ό,τι αντιμετώπιζε σε καθημερινή βάση λόγω της δουλειάς της. Ήθελε μόνο να ηρεμήσει και να καθαρίσει το μυαλό της.

«Ο, Μπρους.» μουρμούρισε ακατάληπτα και τελικά απλά αφέθηκε, αφέθηκε σε μια αίσθηση που τύλιγε όλο το δωμάτιο, αφέθηκε στα χέρια του και στα χείλη του και σε αυτό το κάτι, το τόσο οικείο που τους ένωνε. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του καθώς εκείνος τύλιγε τα χέρια του γύρω της και την κρατούσε εκεί κοντά του, σαν να προσπαθούσε να σιγουρευτεί πως κανείς δεν θα την έπαιρνε μακριά. Η Άιβη έκλεισε τα μάτια της πίσω από πυκνές μαύρες βλεφαρίδες και φίλησε τον ώμο του πάνω από το πουκάμισο.

   Βρίσκονταν στο γραφείο του, ένα μεγάλο δωμάτιο στο δεύτερο όροφο της έπαυλης. Τα πάντα γύρω τους ήταν βγαλμένα από ένα ξύλινο κόσμο. Σκούρα γήινα χρώματα τύλιγαν τους καναπέδες και τις βιβλιοθήκες, τις βαριές κουρτίνες που κρέμονταν δίπλα στα παράθυρα και μέχρι και το φως που έμπαινε από το τζάμι έμοιαζε να έχει το χρώμα της σοκολάτας. Το μεγάλο ξύλινο γραφείο από έβενο, έσταζε χαρτιά και φακέλους που στοιβάζονταν πάνω στην επιφάνεια του, σαν να προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποδείξει πως ο ιδιοκτήτης του είχε σοβαρές δουλειές. Αλλά ο ιδιοκτήτης του καθόταν στον δερμάτινο καναπέ μαζί της και χάιδευε τα μαλλιά της που γλιστρούσαν ανάμεσα στα δάχτυλα του σαν πύρινες κυματιστές κορδέλες.

A Deal with the Devil {GW15 Winner}Où les histoires vivent. Découvrez maintenant