Μάρκος: Έλα κύριε Ταξιάρχε επειδή χρωστάς μια χάρη στον Πατέρα μου θέλω να την ξεπληρώσεις σε εμένα. Θέλω να κόψεις την αναβολή ενός φοιτητή του Δημήτρη Μαρκέτου, να τον στείλεις στα σύνορα και να συμμετέχει στις πιο επικίνδυνες επιχειρήσεις. Ταξίαρχος: Εντάξει θα το κάνω έχω και έναν φίλο στο υπουργείο οπότε δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα. Την ίδια ώρα στο εστιατόριο η Άννα, ο Δημήτρης ,ο Σταύρος, ο Αντρέας και η Αγγελική τρώνε και συζητάνε τα νέα τους. Σταύρος: Άννα παντρεύτηκες το δέκα το καλό, να προσέχεις τον Δημήτρη. Άννα: Το ξέρω, τον αγαπάω πολύ και μπορεί να είναι νωρίς αλλά είναι ο άντρας της ζωή μου. Για αυτό και τον παντρεύτηκα. Αντρέας: Βρήκατε σπίτι; ,Δημήτρης: Θα αρχίσουμε να ψάχνουμε από αύριο. Μετά από λίγη ώρα τελειώνουν το φαγητό τους και τα παιδιά φεύγουν και μένουν μόνοι τους η Άννα και ο Δημήτρης. Άννα: Μωρό μου πάμε στο πατρικό μου ,στο δωμάτιο μου να κάνουμε ζουζουνιές, απόψε θέλω να κοιμηθώ με τον άντρα μου. Δημήτρης: Ότι πείτε κυρία Μαρκέτου. Έτσι και γίνεται μετά από λίγη ώρα φτάνουν στο πατρικό της Άννας μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο της και κλειδώνουν την πόρτα. Άννα: Απόψε η νύχτα προβλέπεται καυτή, κάνε μου έρωτα έρωτα της ζωής μου. Έτσι όλο το βράδυ ο Δημήτρης και η Άννα κάνουν έρωτα και μετά κοιμούνται αγκαλιά. Το επόμενο πρωί η Άννα και ο Δημήτρης φεύγουν από το σπίτι της Άννας και αρχίζουν να ψάχνουν για σπίτι, ευτυχώς βρίσκουν ένα φθηνό και το νοικιάζουν και ευτυχώς είναι επιπλωμένο. Το νοικιάζουν και μπαίνουν μέσα. Η Άννα τότε λέει στον Δημήτρη, σε θέλω αλλά θα περιμένω μέχρι το βράδυ τώρα όμως θέλω να πάμε να φάμε κάπου έξω ως ζευγάρι παντρεμένο. Η Άννα και ο Δημήτρης πηγαίνουν σε ενα εστιατόριο και παραγγέλνουν να φανε όμως εκείνη την στιγμή έρχεται ένα μήνυμα στο κινητό του Δημήτρη που λέει ότι κόπηκε η αναβολή του και ότι αύριο θα πρέπει να παρουσιαστεί στον Έβρο. Η ΣΥΝΈΧΕΙΑ στο επόμενο κεφάλαιο όπου θα δούμε πως θα πει ο Δημήτρης στην Άννα ότι θα πρέπει να πάει στρατό.