315 μέρες πριν…
Φως. Σαν βγήκα από το σπίτι, για να πάω στο βιβλιοπωλείο, ο καταγάλανος ουρανός με έκανε να καθίσω για λίγο εκεί και να παρατηρώ τα λιγοστά σύννεφα και τον ήλιο. Άραγε, πλησιάζει και η λιακάδα στην καρδιά μου, ή περιμένει μονάχα μια ακόμη μπόρα, για να αρχίσει να χαλάει και πάλι;
Περπατώντας στους άδειους πρωινούς δρόμους, το μυαλό μου ήταν κολλημένο στο γράμμα που μου είχε γράψει η μητέρα μου. Τι άλλο μπορεί να έγραφε αυτό το γράμμα; Τι μπορεί να έγραφε και γιατί μου το έγραψε, αντί να έρθει εκείνη μέχρι εδώ, να μου τα πει όλα κατάματα; Γιατί μου έγραψε και δεν μου μίλησε; Γιατί;
Στο βιβλιοπωλείο δεν είχε ιδιαίτερο κόσμο, με τον Λεωνίδα να ασχολείται με την παραγγελία βιβλίων και εμένα που και που, να εξυπηρετώ πελάτες.«Δεν μου λες ξανθούλα…» πήρε τον λόγο κάποια στιγμή εκείνος, ενώ εγώ τοποθετούσα κάτι βιβλία στα ράφια, πριν γυρίσω και τον κοιτάξω. «Τι είναι;» ρώτησα καχύποπτα, πλησιάζοντας τον. Εκείνος χαμήλωσε λίγο το κεφάλι του, προς το μέρος μου.
«Έμαθα πως επισκέπτεσαι συχνά τον αδερφό της Ελένης, ισχύει;» έμεινα να τον κοιτώ για λίγο. «Εκείνη στο είπε, έτσι;» ρώτησα έντρομη και έγνευσε καταφατικά.
«Δεν χρειάζεται να ταράζεσαι τόσο. Άλλωστε δεν είναι κακό», άρχισε να λέει,πληκτρολογώντας κάτι στο κινητό του και έπειτα με ξανακοίταξε. «Δεν θεώρησα πως είναι κακό απλώς δεν θα ήθελα να μαθευτεί, καθώς θεωρώ πως μπορεί να επηρεάσει γενικά την συμπεριφορά των γύρω μου».
«Αν εννοείς πως δεν θέλεις να σε λυπούνται, τότε κάνεις μεγάλο λάθος». Σάστισα για λίγο. «Τι εννοείς;»
«Εννοώ πως το να πάρεις την απόφαση να μιλήσεις σε κάποιον, ώστε να τα βγάλεις από μέσα σου, εγώ προσωπικά το θεωρώ μεγάλη δύναμη και όχι μόνο δεν σε λυπάμαι, αλλά και σε θαυμάζω που το κατάφερες, που βρήκες την δύναμη να μιλήσεις σε κάποιον τρίτο για την κατάσταση, γιατί αυτό όντως, θεωρείται η πιο μεγάλη δύναμη που θα μπορούσε να διαθέτει ποτέ κανείς». Βούρκωσα.«Εμίλια, είσαι πολύ δυνατή, η πιο δυνατή απ’ όλους μας. Να το θυμάσαι αυτό», δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μου. Έσπευσε να με αγκαλιάσει.
«Σε ευχαριστώ», ψιθύρισα. «Σε ευχαριστώ πολύ για όλα».Αφότου ηρέμησα, απομακρυνθήκαμε, με εκείνον να μου προσφέρει ένα χαρτομάντηλο. «Μπορώ να σου πω και εγώ κάτι που δεν έχω μοιραστεί ποτέ με κανέναν φίλο μου;»
«Βεβαίως», εκείνος κάθισε ξανά δίπλα μου και μου χάιδεψε το κεφάλι.
BẠN ĐANG ĐỌC
Ξεχασμένες Αναμνήσεις
Teen FictionΗ ζωή της Εμίλιας φαντάζει με εφιάλτη· η ύπαρξη μιας κακοποιητικής μητέρας με ένα σκοτεινό παρελθόν, η συμβίωση στο κακοποιητικό περιβάλλον ενός ιδρύματος και η αίσθηση εγκατάλειψης τόσο της οικογένειας, όσο και των κοντινών της ανθρώπων, της προκαλ...