Μέρος (Ι): Όλα όσα είχα ξεχάσει(150 μέρες πριν)

20 2 62
                                    

150 μέρες πριν…

Σκοτάδι. Απέραντο σκοτάδι απλωνόταν μπρος τα μάτια μου, ακούγοντας μόνο τις άστατες ανάσες των μικρών κοριτσιών που άλλοτε κοιμόταν και άλλοτε απλά φοβόταν το σκοτάδι. Πάντοτε φοβόμουν το σκοτάδι. Σκοτάδι. Θολές φιγούρες πήγαιναν και ερχόταν προς την πόρτα, θέλοντας να ελευθερωθούν από εκείνο το βάσανο. Εφιάλτης η κάθε νύχτα, καθώς όλο και κάποια παιδική φωνή θα ακουγόταν στην μέση της νύχτας, να ουρλιάζει στους διαδρόμους του κτηρίου, κάνοντας το μέρος να μοιάζει τρομακτικό, όσο περνούσαν οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά, ακόμα και τα δευτερόλεπτα. Δευτερόλεπτα. Πόσα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα; Πόσα μπορούμε να χάσουμε, λεπτό το λεπτό; Ανάσα την ανάσα; Ανάσες. Κάθε βράδυ, οι ανάσες ήταν μετρημένες και έπειτα από την κάθε κραυγή, δεν υπήρχε ανάσα. Ήταν λες και περπατούσαμε σε τεντωμένο σκοινί, προσπαθώντας να διατηρήσουμε την ισορροπία μας. Μα εγώ πάντα αποτύχαινα στο να περάσω στην απέναντι πλευρά. Ισορροπία. Πόσο δύσκολο είναι να κρατηθείς γερά στα πόδια σου και πόσα κότσια θέλει να μην το βάλεις στα πόδια; Εφιάλτες. Κάθε νύχτα χάναμε την ψυχή μας σε αυτό το παιχνίδι επιβίωσης μένοντας όλο και λιγότεροι. Ώσπου δεν υπήρχε πλέον επιστροφή. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να σηκώνεσαι στα δυο μικροσκοπικά σου πόδια, προσπαθώντας να πολεμήσεις, εκτός από τις θολές φιγούρες που απειλούσαν να σε εξοντώσουν, και τους ίδιους δαίμονες που πάλευαν να επικρατήσουν στο ίδιο σου το κεφάλι; Τι κι αν αυτά τα δύο, συγχέονταν; Τι κι αν ήταν όλα στην φαντασία σου; Εγώ το μόνο που ξέρω είναι πως, ακόμα παλεύω με το σκοτάδι.

Μπαίνοντας στο βιβλιοπωλείο, η ματιά μου έπεσε πάνω στα ανήσυχα βλέμματα του Λεωνίδα, κάνοντας με να τον κοιτάξω παραξενευμένη. «Όλα καλά;» γύρισε να με κοιτάξει, τρομαγμένος.

«Ναι ναι, όλα είναι μια χαρά», ψέλλισε και τον πλησίασα, κοιτώντας στον διάδρομο, τον κόσμο που κοιτούσε τα βιβλία. «Σίγουρα είναι όλα εντάξει;»

Έγνευσε. «Μπορείς να πας στην αποθήκη και να βγάλεις τις παραγγελίες, τοποθετώντας τες στα ράφια;» κούνησα το κεφάλι μου, απορώντας ακόμη με την συμπεριφορά του. «Μισό, να αφήσω το μπουφάν μου-». Πριν προλάβω να συνεχίσω εκείνος με διέκοψε.

«Όχι τώρα, μπορείς να το πάρεις μαζί σου στην αποθήκη, γιατί έχει κρύο εκεί μέσα», μου έτεινε με το χέρι του προς την μικρή αποθήκη και πήρα μια βαθιά ανάσα, προτού αφήσω μονάχα την τσάντα μου στο γραφείο, δίπλα του και βαδίσω προς την αποθήκη.

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Место, где живут истории. Откройте их для себя