Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (730 μέρες μακριά σου)

43 2 88
                                    

730 μέρες μακριά σου…

Κι όμως. Να πως πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια.

Oι μέρες εδώ, νιώθω πως δεν περνάνε με τίποτα. Κάθε μέρα που περνάει, μου είναι δύσκολο να μην σε φέρω έστω και λίγο στον νου μου, τον τρόπο με τον οποίο έλεγες το όνομα μου, τον τρόπο που τα χείλη σου ανοιγόκλειναν, με εκείνο το χαμόγελο που τόσο λάτρευα να βλέπω. Ακόμα και τώρα που τα μάτια μου έκλεισαν, ήξερα πως σε κάποια άλλη ζωή, σε κάποια άλλη διάσταση, ακόμα και σε κάποιο άλλο σύμπαν, θα έχω την ευκαιρία να σε έχω στην αγκαλιά μου. Και ίσως η αγάπη μας να τα νικούσε όλα, κάθε πληγή που έμεινε ανοικτή θυμίζοντας το πικρό και σκοτεινό παρελθόν, θα έφευγε μακριά μπρος την αγάπη μας. Αρκεί να με αγαπούσες. Αρκεί να με αγκάλιαζες, να με κρατούσες σφιχτά στην αγκαλιά σου και σου υπόσχομαι, πως θα έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να σε κάνω να χαρούμενη. Θα έκανα ό,τι μου ζητούσες, αρκεί να σε έβλεπα να χαμογελούσες όπως παλιά. Όπως εκείνες τις νύχτες που σε κρατούσα στην αγκαλιά μου, όπως τα βραδιά που οι ανάσες μας κοβόταν, αργά αλλά και πλάι πλάι, λες και γινόταν μία. Για σένα η κόλαση μοιάζει με επίγειο παράδεισο, μα εγώ νιώθω πως πέφτω από τα σύννεφα ολοένα πιο βαθιά στην γη. Έτσι βρίσκομαι εδώ, σε ένα δωμάτιο γεμάτο αναμνήσεις. Και πράγματι, με το που έκλεισα τα μάτια μου εκείνο το βράδυ, το τελευταίο μου βράδυ σε αυτόν εδώ τον κόσμο, ένιωσα να μεταφέρομαι κάπου αλλού, κάπου με περισσότερο φως αλλά και με σκοτάδι συνάμα. Σκοτάδι. Το να περπατάω σε έναν σκοτεινό διάδρομο γεμάτο με πόρτες, μου προκαλούσε τόσο άγχος από την αδρεναλίνη, όσο και φόβο. Πού βρίσκομαι, άραγε;

Οι πόρτες από τις οποίες περνούσα ήταν όλες κλειδωμένες, ενώ το λιγοστό φως που μπορούσα να δω από την αντίθετη από εμένα πλευρά, με προκαλούσε να το ακολουθήσω. Πεθαίνω; Μάλλον είμαι ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο, σαν να κρέμομαι από ένα τεντωμένο σκοινί, το οποίο γέρνει προς την δεύτερη και πιο πικρή στο στόμα έννοια. Τέλος. Όλα τελείωσαν τώρα, πια. Δεν έχει γυρισμό για μένα στην γη. Όχι πλέον. Όχι πια.
Σαν κάποιος να παίζει με το μυαλό μου, βρέθηκα ξάφνου σε ένα περίεργο δωμάτιο, στο οποίο επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι.

«Είναι κανείς εδώ;», με έπιασα να μουρμουρίζω μα ήταν σαν να μην είχα πει ποτέ μου τίποτα. Αντί να μου απαντήσει κάποιος, ξαφνικά το δωμάτιο φωτίστηκε, προκαλώντας μου μια κάποια ενόχληση, κλείνοντας για λίγο τα μάτια μου. Μα μόλις τα άνοιξα, θεέ μου…  Σε είδα. Είδα τα μάτια σου. Άκουσα και την φωνή σου εκεί. Άκουσα το γέλιο σου, τους λυγμούς σου και τις πιο βαθιές σου σκέψεις. Και ήταν σαν να ήμουν στον κινηματογράφο με τον πατέρα μου και μέσα από εκείνο το λευκό πανί να βλέπω μια ταινία, μόνο που εκείνη η ταινία δεν είχε να κάνει με την ζωή κάποιου από τους αγαπημένους πρωταγωνιστές του πατέρα μου, αλλά με την δική μου ζωή. Με την ζωή μου στο ίδρυμα. Με τους φίλους, την αδερφή μου και όλους εκείνους που μας κατέστρεψαν. Ήσουν και εσύ εκεί και μου κρατούσες το χέρι. Μετά από αυτό, στην οθόνη εκτυλίσσεται μια στιγμή που με παίρνεις στην αγκαλιά σου, κι αν δεις τα μάτια σου- αυτά τα μάτια σου- θα καταλάβεις πόσο πληγωμένα και φοβισμένα φαντάζουν.

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin