Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα

41 2 71
                                    

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:
ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ ΑΚΟΜΑ

Αγαπημένη μου Εμίλια,

Δεν μπόρεσα. Δεν μπόρεσα να γυρίσω κοντά σου. Δεν μπόρεσα να επιστρέψω, όχι γιατί δεν το ήθελα- όχι γιατί το μετάνιωσα και ξέχασα την υπόσχεση μου- αλλά γιατί δεν πρόλαβα. Γιατί ποτέ δεν θα μπορέσω να προλάβω την ζωή από το να φύγει από τα χέρια μου, σαν το νερό. Πήρα την πρωτοβουλία να σου γράψω κάτι τελευταίο, κάτι που να μείνει για να με θυμάσαι, μα ο χρόνος μου εδώ νιώθω πως τελειώνει, λεπτό το λεπτό, ανάσα την ανάσα. Ανάσες. Σαν προσπαθώ να ηρεμήσω από την ζάλη, πέφτω πάλι στο κρύο πάτωμα και στο μυαλό μου είναι καρφωμένη η μορφή σου. Αν και θολή, εγώ μπορώ να την δω αλλά δεν μπορώ να την αγγίξω. Συγγνώμη που δεν γύρισα να σε πάρω, αλλά αλλιώς περίμενα πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στην ζωή μου και αλλιώς πήγαν, τελικά. Μα πριν τελειώσει όλο αυτό θα ήθελα να ξέρεις τουλάχιστον τα συναισθήματα μου για εσένα. Τα πάντα όλα κι ας είναι πολύ αργά για εμάς. Για αρχή- για να σου δώσω να καταλάβεις τα πάντα σχετικά με την συμπεριφορά μου-, θα ήθελα να μεταφερθούμε πίσω, στο βράδυ το οποίο έχασα τον κόσμο μου ολόκληρο, δηλαδή τους γονείς μου. Το δυστύχημα συνέβη στα γενέθλια μου, την μέρα των γενεθλίων μου μας θυμάμαι όλους μαζί στο σπίτι. Εγώ και η αδερφή μου, η Κατερίνα παίζαμε πάνω κάτω στο σαλόνι, ρίχνοντας την τούρτα, την οποία με τόσο κόπο η μητέρα μου παιδευόταν για να φτιάξει. Θυμάμαι να μαλώνουν για την τούρτα και έπειτα τον πατέρα μου να βγαίνει έξω από το σπίτι, με εκείνη να μας φωνάζει να καθίσουμε ήσυχα μέχρι να γυρίσουν. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ένιωσα την έννοια της πραγματικής αγάπης σε αυτό το σπίτι αλλά και στην ζωή μου την ίδια. Ήμουν μόλις πέντε όταν αναγκάστηκα να μεγαλώσω στο ίδρυμα μαζί με την αδερφή μου, η οποία ήταν μόλις δύο χρόνων, με εκείνη την γυναίκα- η οποία ήταν και η αγαπημένη αδερφή του πατέρα μου- να μας εξομολογείται την αγάπη που μας έτρεφε, χτυπώντας μας. Πάντα, πέρα από όλα αυτά- και με τον θάνατο των γονιών μου αλλά και της Κατερίνας-, με έκανε να πιστέψω πως φταίω μονάχα εγώ. Όπως και εκείνη την νύχτα, όπως εκείνη την νύχτα που τα μάτια σου έκλεισαν, η καρδιά μου δεν άντεχε το βάρος, δεν άντεχα να σκοτώνω κι έναν άνθρωπο μαζί μου. Ήσουν η ζωή μου. Από πάντα το ήξερα κι όμως ήμουν πολύ μικρός και ανώριμος για να το καταλάβω. Το καταλαβαίνω τώρα, τώρα που φτάνει το τέλος και λυπάμαι που δεν είσαι δίπλα μου για να με προστατεύσεις όπως έκανες μικρή. Θυμάμαι τα πάντα, από την μέρα που έφυγα από εκείνη την κόλαση δεν έχω πάψει να σκέφτομαι την ζωή μου μαζί σου, το χαμόγελο, τα δάκρυα, τις πληγές, τις φωνές, τα φιλιά, όλα. Το παραδέχομαι, όσο ήμουν κοντά σου, υπήρχαν στιγμές που δεν σου έδωσα την αγάπη που σου άξιζε, αμφισβητώντας πάραυτα και τα ίδια μου τα συναισθήματα γιατί ποτέ μου δεν είχα νιώσει ούτε στο ελάχιστο αγάπη, παρά μια ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση την οποία έκανα και πράξη αρκετές φορές, καθώς σαν άνθρωπος που έχει φτάσει στο σημείο να θεωρεί ως αγάπη την σωματική αλλά και λεκτική βία, δεν μπορεί να καταλάβει τα πραγματικά συναισθήματα και να τα διαχωρίσει από εκείνα που θα έπρεπε να λύσει. Και δεν στο κρύβω, άργησα πολύ να καταλάβω πως μου λείπεις και πως στ’ αλήθεια τρέφω πράγματι, κάτι δυνατό και συνάμα και τόσο αληθινό για εσένα μα είναι πραγματικά πολύ αργά για εμάς, δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρίσκομαι τώρα. Κυνηγημένος, πληγωμένος, ακόμα ζαλισμένος από την επήρεια των ουσιών και πιο μόνος από ποτέ. Μα, τι κι αν είναι αυτό το τέλος μου; Δεν θα άλλαζα τίποτα από την ζωή μου, παρά μόνο θα μου έδινα την ευκαιρία να σε κοιτάξω στα μάτια- καστανό-πράσινα μάτια που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι- και να σου δώσω το στερνό αυτό φιλί σαν να μου παίρνεις την ανάσα για να ζήσεις. Για να ζήσεις μια ζωή που δεν άξιζα και δεν αξίζω. Συγγνώμη και κάθε συγγνώμη για τις φορές που γινόμουν ο άλλος μου εαυτός, εκείνος που σε πλήγωνε επανειλημμένα, σε αγαπούσα τόσο που πολλές φορές δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ γιατί ποτέ κανείς δεν μου έδειξε τα βήματα για να είμαι εκείνος που αξίζει να είναι στο πλευρό σου. Γιατί δίπλα σου αξίζει να είναι κάποιος που ποτέ δεν θα σε αφήνει να κοιμάσαι στεναχωρημένη και θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να σε κρατήσει ασφαλή και να σε κάνει όσο ευτυχισμένη γίνεται. Και μετανιώνω που δεν θα είμαι ποτέ αυτός, γιατί μαζί μου δεν πρόκειται να ήσουν όσο ευτυχισμένη θα ήθελες και ίσως μπορεί να μην το καταλαβαίνεις τώρα, μα αργότερα θα καταλάβεις και αργότερα εγώ θα είμαι ένα με το χώμα που θα πατάς και δεν θα μπορώ να καμαρώνω για την γυναίκα, την οποία εξελίχθηκες και που είμαι σίγουρος πως θα γίνεις. Συγγνώμη που εξελίχθηκα σε κάτι που δεν περίμενες και που με περιμένεις άδικα να γυρίσω κοντά σου ξανθούλα μου, μα αν αυτό το γράμμα φτάσει σε σένα, θα ήθελα να ξέρεις όλη την αλήθεια, ώστε να μπορέσεις και συ η ίδια να συνεχίσεις. Γιατί το αξίζεις, μην το ξεχάσεις ποτέ σου αυτό. Αξίζεις τον κόσμο ολόκληρο και συγγνώμη που δεν μπορώ να στον προσφέρω εγώ ο ίδιος και που ίσως να στον προσφέρει κάποιος άλλος, με περισσότερες πράξεις απ’ ότι τα δικά μου λόγια, τα οποία πεθαίνουν μαζί μου, τώρα. Αυτό είναι το αντίο, λοιπόν. Εύχομαι να είσαι ευτυχισμένη και να έχεις αφήσει πίσω σου το παρελθόν, το οποίο με κυνηγάει εδώ και δύο ολόκληρα χρόνια, οδηγώντας με σε αυτό το τέλος. Εδώ, σε ένα κρύο παγκάκι ενός πάρκου, δίχως ψυχή τριγύρω. Μόνος. Όπως μου αξίζει.

Υστερόγραφο: πρόσεχε πολύ τον εαυτό σου, αφού δεν στάθηκα τυχερός για να τον προσέχω εγώ.
Αντίο, θα μου λείψεις.

Ο Αχιλλέας σου.

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Donde viven las historias. Descúbrelo ahora