Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (975 μέρες μακριά σου)

38 3 23
                                    

975 μέρες μακριά σου...

Καλύτερες και χειρότερες μέρες. Και συ να απουσιάζεις. Κι εγώ ο ίδιος να απουσιάζω. Τον τελευταίο καιρό μετακόμισα στο πατρικό μου, φέροντας και την βαριά μελαγχολία ενός βλέμματος, πέρα από το επιτρεπτό. Φωνές. Από όπου και να περνούσα, οι φωνές τους με καλούσαν. Πλέον το παιδικό μου δωμάτιο φάνταζε να μην με χωράει και όποτε επιχειρούσα να κοιμηθώ στο κρεβάτι όπου κάποτε κοιμόταν η μικρή μου αδερφή, την έβλεπα στον ύπνο μου να μου φωνάζει να την βοηθήσω.

«Μα τι χαζός που είσαι; Δώσε μου το χέρι σου», η φωνή της από σπασμένη, έμοιαζε οργισμένη, όποτε έκανα πίσω. «Έπρεπε να με είχες σώσει, Αχιλλέα», επαναλάμβανε σαν ποιηματάκι, ενώ τα καστανά της μαλλιά φάνταζαν στο τέλος, κόκκινα από το αίμα.

«Εσύ φταις γι' αυτό, εσύ το προκάλεσες», πλέον άκουγα κλάματα και έπειτα κενό, μαύρο. «Εσύ το προκάλεσες. Γιατί, Αχιλλέα

«Βοήθησε με, Αχιλλέα», οι εφιάλτες μου δεν είχαν τέλος ενώ στην ουσία έτρεχα σε έναν σκοτεινό δρόμο, με την μικρότερη αδερφή μου, να μου φωνάζει και έπειτα να φαίνεται σαν να με κυνηγάει. «Γιατί δεν με βοηθάς Αχιλλέα; Γιατί δεν μου δίνεις το χέρι;»

Πλέον οι λυγμοί μου σαν ξυπνάω, εξελίσσονται σε ώρες κάτω από το νερό του μπάνιου. «Εσύ φταις για τον θάνατο της, Αχιλλέα, κανείς άλλος. Αν δεν είχε μπει ανάμεσα σε σένα και σε κείνη, τώρα θα ήσουν νεκρός». Το πλήρωσε με το ίδιο της το αίμα. Πόσο δύσκολο σου είναι να ξεχάσεις, τελικά;

Και έπειτα, το κρεβάτι των γονιών μου είχε τόσες αναμνήσεις φορτωμένες πάνω του, που δεν άντεχα στην σκέψη πως θα κοιμηθώ και θα δω είτε την μητέρα μου, είτε τον ίδιο τον πατέρα μου. Αναμνήσεις. Όπου και να κοιτάξω θα νιώσω την παρουσία τους. Εσύ άραγε, επηρεάζεσαι από τους γονείς σου; Τους νιώθεις δίπλα σου;

Φορτισμένες αναμνήσεις βγαλμένες από τα σύννεφα, εν καιρώ βροχής. Ο καναπές μου φαίνεται η τέλεια περίπτωση για να απολαύσω έναν μέτριο ύπνο, μετά από κάποιο ξενύχτι και με τον πονοκέφαλο από το αλκοόλ, να με μαστίζει, κάθε πρωί πριν φύγω για την δουλειά.

Αλήθεια, πότε κύλησα, ξανά; Πώς έχουν γίνει έτσι τα πράγματα και για ποιον λόγο έχω παρατήσει την ζωή μου στο έλεος του αλκοολισμού και των αναμνήσεων του νεκρού παρελθόντος; Εγώ πριν κάποιους μήνες γελούσα με την ψυχή μου, τώρα γιατί αντιπαθώ τον ήλιο και γιατί προτιμώ να παραμένω στο σκοτάδι; Γιατί δεν είμαι καλά και γιατί οι πληγές μου είναι ορθάνοικτες μετά από δεκαέξι ολόκληρα χρόνια; Γιατί δεν περνάει; Γιατί δεν είμαι ευτυχισμένος;

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang