Μέρος (ΙΙΙ): Όταν το παρόν συναντάει το παρελθόν (Σήμερα)

41 3 7
                                    

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ:
ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΣΥΝΑΝΤΑΕΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Σήμερα...

Βήματα. Πολλά και ανεξέλεγκτα βήματα. Καθώς έβγαινα από το λεωφορείο, ο ήχος της καρδιάς μου ένιωθα πως άρχισε να συναγωνίζεται με τα βήματα μου προς το μεγάλο κτήριο που υπήρχε απέναντι μου. Είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω το παρελθόν, άραγε; Μάτια. Ξέχασα ή ακόμα θυμάμαι τα μάτια σου; Είναι ακόμα τόσο πράσινα όσο τα θυμάμαι να φαντάζουν και την πρώτη φορά που σε είδα; Πράσινα.

Οι γκρι τοίχοι που υπήρχαν απέξω από το ξενοδοχείο, έμοιαζαν σαν να κουνούνται. Ταραχή. Μερικά πράγματα δεν μπορούν να σε αφήσουν ατάραχο μπρος τις εξελίξεις. Θυμάμαι ή ξεχνώ; Καθώς βαδίζω με αργές κινήσεις προς το εσωτερικό και πλησιάζοντας την ρεσεψιόν, προσπαθώ να βρω την ανάσα μου. Γιατί γύρισε ενώ ήταν όλα εντάξει στην ζωή μου; Γιατί το παρελθόν πρέπει να μας απασχολεί τόσο πολύ και γιατί δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε; Παρελθόν και παρόν. Να ζεις άραγε, για να θυμάσαι ή να υπάρχεις για να ξεχνάς; Εσύ τι θυμάσαι; Προφανώς και τα θυμάσαι όλα, κάθε λεπτομέρεια του προσώπου μου, κάθε μου κίνηση, κάθε μου γέλιο, μα πλέον έχει σημασία; Πλέον θα μπορέσεις να αναπληρώσεις τον χαμένο χρόνο που χάσαμε; Πλέον θα μπορέσεις ν' αλλάξεις την μοίρα, φτάνοντας με από το να παραδοθώ σε κάποιον άλλον έρωτα, σε κάποια άλλη αγάπη;

Αγάπες. Θα μ' αγαπάς και αύριο το ίδιο, όσο μ' αγαπάς και σήμερα, ή αυτό θ' αλλάξει; Φθαρμένα συναισθήματα που καταδίκασαν μια αγάπη σε επικείμενο θάνατο, γιατί το μαζί έπαψε να υπάρχει με την φυγή του. Όνειρα που έσπασαν σαν γυαλιά στο έδαφος φαντάζουν οι υποσχέσεις του και ο έρωτας του από φλόγα που καίει, άρχισε να αφήνει πίσω του τις σπίθες, σαν έπιασε βροχή. Εγώ και συ. Το «εμείς» πέθανε, μα οι στιγμές ποτέ δεν πεθαίνουν και ίσως και αυτό είναι το πρόβλημα˙ οι στιγμές είναι αυτές που τελικά μας στοιχειώνουν και δεν μας αφήνουν να συνεχίσουμε την ζωή μας. Οι στιγμές δεν γυρίζουν πίσω και αυτό είναι που πονάει περισσότερο.

Πόνος και δάκρυα. Το «μαζί» απ' το «χωριστά», απέχει μονάχα λίγα βήματα και σαν πλησίασα την θέση που με παρέπεμψε η ταξιθέτρια, έμεινα να κοιτάζω τα μάτια του που πλέον φάνταζαν τόσο ξένα μπρος τα δικά μου. Εκείνος από μικρός επαναστάτης με όνειρα φορτωμένα στο σακίδιο του και ένα πρόχειρο αντίο στην άκρη των χειλιών του, φαντάζει με τον πρίγκιπα των παραμυθιών του, έτσι όπως στεκόταν στην σκηνή αγέρωχος μπρος την ζωή και τον έρωτα. Μπρος την πλησμονή ενός φιλιού ή μιας συνάντησης που ενδεχομένως να ήταν γραμμένη από την μοίρα με ανεξίτηλο μελάνι, πάνω μας.

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Where stories live. Discover now