Μέρος (ΙΙ): Εκείνος που θυμάται ακόμα (885 μέρες μακριά σου)

33 4 35
                                    

885 μέρες μακριά σου…

«Αγαπημένη μου,
Ένα βήμα πιο κοντά και ένα πιο μακριά σου, νιώθω, καθώς ο ήλιος τυφλώνει τα μάτια μου, ενώ βαδίζω προς το αυτοκίνητο, με την κοκκινομάλλα να με ακολουθεί, φορτωμένη με κάμποσες σακούλες στα χέρια της.

«Δεν έχει χώρο», θα γκρινιάξει ο Γρηγόρης και εκείνη θα φτάσει δίπλα του, τοποθετώντας τα πράγματα σε τέτοια θέση, ώστε να χωράνε ακριβώς και θα γυρίσει να τον κοιτάξει, υψώνοντας το φρύδι της.

Όπως κατάλαβες, μόλις ετοιμαζόμαστε για να κάνουμε το πρώτο μας ταξίδι όλοι μαζί, σαν μια οικογένεια- πλέον έχουμε γίνει μια οικογένεια κι ας μην είμαστε στην πραγματικότητα συγγενείς για να θεωρούμαστε- γυρίζοντας πίσω στα μέρη, τα οποία δεν έχουμε και τις καλύτερες ιστορίες για να μοιραστούμε. Ιστορίες. Εσύ ποια ιστορία θα μοιραζόσουν, από εκείνο το μέρος; Θα τα έλεγες όλα ή θα κρατούσες και κάτι για τον εαυτό σου; Εγώ πάντως θα μιλούσα για σένα, γιατί αξίζει να μαθευτεί το πόσο φωτεινές μετέτρεψες τις μέρες μου. Μέρες και εσύ. Εσύ- ω, θεέ μου και μόνο που σε φέρνω στο νου, αναριγώ- κρύβεις ανάμεσα στα χέρια σου μια αγκαλιά για όλους όσους πόνεσαν και ένα μεγάλο πλατύ χαμόγελο που νικάει και την κάθε στεναχώρια. Δεν είσαι και ο πιο τέλειος άνθρωπος στον κόσμο- ποιος είναι εξάλλου;- αλλά στα μάτια μου, φαντάζεις ως το ιδανικό για μένα, ως ο άνθρωπος που θα ήθελα να πλαγιάζω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Εσύ, σαν μπαίνεις στο δωμάτιο, από το σκοτάδι που επικρατεί φωτίζεις κάθε σημείο, ακόμα και όσα δεν βλέπουν προς τον ήλιο. Ήλιος. Εσύ εκεί και εγώ εδώ. Ποιος ήλιος να σε φωτίζει τώρα, αν δεν είναι ο δικός μου; Βλέπουμε τον ίδιο ήλιο, άραγε ή εσύ ζεις στα σκοτάδια; Πάντως εδώ ο ήλιος καίει τα πάντα στο πέρασμα του, ακόμα και εμάς τους ίδιους που προχωράμε με το αυτοκίνητο του Γρηγόρη προς την κόλαση. Μα τι ειρωνεία που έξω φαντάζει παράδεισος.

Σήμερα δεν θα γράψω για τον έρωτα μας, σήμερα θα γράψω για την οικογένεια που δεν ζητάει πολλά, μονάχα ένα χαμόγελο, καλή διάθεση και όλα τα άλλα είναι περιττά. Σήμερα η οικογένεια υπάρχει και δεν με πληγώνει, ούτε με πονάει. Σήμερα με χαιρετάει και τραγουδάει μαζί μου μέχρι το τέλος της διαδρομής. Και, αγαπημένη μου, είμαστε ενωμένοι σαν μια γροθιά. Γιατί είμαστε οικογένεια και η οικογένεια αγαπάει και τα συναισθήματα που δίνει δεν μετριούνται με το σταγονόμετρο, ούτε συγκρίνονται με τις πράξεις του καθενός. Γιατί η οικογένεια θα είναι οικογένεια κι ας μην παίρνει τίποτα πίσω και αυτό είναι το πιο σημαντικό˙ πως μ’ αγαπούν όπως είμαι και όχι όπως θα ήθελαν να είμαι.

Ξεχασμένες Αναμνήσεις Kde žijí příběhy. Začni objevovat