1§ Κυριακή

319 10 1
                                    

────────────────────────
Spotify Playlist:
https://open.spotify.com/playlist/2MwbbfcG7gDPstefWjfyvb?si=U0NIOuT1RtWYvN91yXYjsg&pi=e-tAAxRlFFQjmH
────────────────────────

Όταν τα μάτια μου καρφωθούν κάπου, δεν πεταλίζουν ξανά. Αίθουσα οκτώ, διαβάζω, ο αριθμός του απείρου μόνο με μια πτώση. Όπως ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι Θεός, αλλά απέρριψε τον παράδεισο.

Κλείνω τη μουσική για να συγκεντρωθώ και με δύο χέρια πιέζω την πόρτα που τρίζει. Κοιτάζω τριγύρω, ενώ την αφήνω να κλείσει πίσω μου. Νιώθω κλειδωμένη στο στόμα του δράκου, αλλά έχω μια ψευδή αίσθηση αυτοπεποίθησης ότι θα τα καταφέρω να πάρω αυτό που θέλω.

Τα φώτα είναι περιέργως ανοιχτά, αλλά δεν υπάρχει ούτε μια ένδειξη για ύπαρξη εδώ μέσα. Η αίθουσα που όλοι τρέμουν, απογοητεύει, όπως οποιοδήποτε αντικείμενο στο οποίο αποδίδεις ελπίδα.

Παρατάω τη τσάντα μου στην διπλανή δεξιά καρέκλα και κάθομαι μπροστά της. Θα τον περιμένω, γιατί είναι η μόνη μου επιλογή. Ρίχνω μια ματιά στην αίθουσα και προσπαθώ να καταλάβω γιατί έχει τέτοιο κόλλημα μαζί της.

Είναι γνωστό σε όλο το πανεπιστήμιο ότι αντί να βρίσκεται στο γραφείο του - ακόμη και τις ώρες που δέχεται μαθητές - είναι εδώ. Δεν ξέρω τι κάνει ή πού είναι, αλλά επίσης δεν καταλαβαίνω τι έχει αυτή η αίθουσα.

Είναι ένα κλασικό αμφιθέατρο, άσπροι τοίχοι, λίγη θέα, μηδενική θέρμανση. Οι καρέκλες είναι ξύλινες και γυαλισμένες, αλλά δεν φαίνονται όμορφες. Τα θρανία μοιάζουν ξεφτισμένα και η αίθουσα δεν λειτουργεί μαθήματα πια. Γιατί να την διαλέξει;

Όπως ψάχνω να βρω μια λογική αιτία, παρατηρώ ένα μαύρο λουρί κάτω από την έδρα. Φαίνεται να έρχεται από τσάντα και εγώ φαίνομαι αρκετά περίεργη ώστε να πλησιάσω και να μάθω. Τσάντα στον ώμο και βλέμμα αποφασισμένο, όσο πλησιάζω τόσο η εικόνα ξεδιπλώνεται μπροστά μου.

Πρώτα βλέπω δύο πατούσες να κουνιούνται σε μια άγνωστη για εμένα μελωδία, ή μπορεί να είναι τικ. Όσο προχωράω, οι πατούσες γίνονται οροσειρές από πόδια. Αναγκάζω τον εαυτό μου να κοιτάξει μακριά από τον καβάλο του και φτάνω σε ένα άσπρο ελαφρώς τσαλακωμένο πουκάμισο.

Δύο ξεκούμπωτα κουμπιά και ένας εκτεθειμένος λαιμός μου δίνουν όσα δικαιώματα χρειάζομαι, μα δεν τα χρησιμοποιώ. Μένω στο πρόσωπο του, που είναι ήρεμο, αν και οι γωνίες του εναλλάσονται από σφίξιμο σε χαλάρωμα.

Τα χείλη του κυκλώνουν σκούρες καστανές τρίχες που φτάνουν ως το επιβλητικό πιγούνι του. Μερικές γραμμές στολίζουν το δέρμα του, αλλά κατά τ' άλλα φαίνεται μαλακό. Σκέφτομαι να απλώσω ένα δάκτυλο και να το αγγίξω, μα σταματάω τον εαυτό μου.

Αίθουσα ΠανικούWhere stories live. Discover now