16§ Αλεξίου

139 11 2
                                    

TW: Αναφορά σε ενδοοικογενειακή βία

Το ξυπνητήρι παλεύει να κερδίσει την προσοχή μου, ενώ τα σύννεφα θολώνουν την όραση μου. Βρίσκομαι στη μέση του ωκεανού, η βάρκα μου σκίζει τα γαλήνια νερά και κοιτάζω το βάθος της ανατολής.

Στα δεξιά μου, χειριζόμενη το τιμόνι, είναι εκείνη. Οι συστάσεις δεν είναι απαραίτητες πια, το μυαλό μου ξέρει ποιος είναι ο μόνος άνθρωπος που θα εμπιστευόμουν για καπετάνιο.

"Πού πάμε, Αντώνη;" Με ρωτάει και τα μάτια μου γουρλώνουν για λίγο. Ύστερα θυμάμαι ότι εγώ ήμουν αυτός που της αποκάλυψα το όνομα που με σημάδεψε ως παιδί.

"Δεν ξέρω." Της απαντάω με τρεμουλιαστή φωνή και μέσα στα κύματα, βλέπω το πρόσωπο της μητέρας μου.

Από μικρή είχε αποφασίσει ότι δεν θέλει να κάνει παιδιά. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να τα αγαπήσει όπως τους αρμόζει - όπως δεν ήξερε να αγαπάει και ο δικός της πατέρας.

Όμως, μετά ήρθε ο πατέρας μου. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, ή τουλάχιστον έτσι το διαφήμισαν για να εντυπωσιάζουν. Ούτε εκείνος ήθελε παιδιά, αλλά δεν ήταν ακριβώς επιλογή τους - ή ήταν;

Το τεστ έδειξε θετικό και τα μάτια τους τρόμο. Δεν ξέρω γιατί αποφάσισαν να με κρατήσουν, γιατί απλά δεν με άφηναν να χαθώ πριν υπάρξω. Η σχέση τους θα είχε συνεχίσει κανονικά, χωρίς άσχημες κατηφόρες και άλυτα προβλήματα που είχαν το όνομα μου.

Ο πατέρας μου άρχισε να τη χτυπάει από όταν έκλεισα τα εφτά. Δεν ξέρω αν είχε γίνει και στο παρελθόν και της είχε ζητήσει συγγνώμη, αλλά εγώ δεν τον είδα να λυπάται ποτέ.

Μετά το γεγονός που δεν επιτρεπόταν να συζητάμε, η μητέρα μου με έβαζε στη γωνία και με κοίταζε άψυχα. Της είχα καταστρέψει ο,τι καλό είχε χτίσει στη ζωή της και το ήξερα από τότε, παρόλο που δεν το καταλάβαινα.

"Γιατί κλαίς πάλι, Αντώνη; Γιατί συνέχεια κάνεις σκηνή όταν όλοι είμαστε χαρούμενοι;" Δεν με κοίταζε πολύ, ούτε μου έλεγε ότι με αγαπάει, έστω και να ήταν ψέματα. "Γιατί χρειάζεσαι τόσο προσοχή, γαμώτο; Μας πνιγείς όλους. Πρέπει να μάθεις να διαχειρίζεσαι τον εαυτό σου. Κατάλαβες;"

Έπρεπε. Να. Ήμουν. Συνέχεια. Τέλειος. Για. Αυτή.

"Τα ρούχα σου δεν πρέπει να ζαρώνουν. Με ακούς που σου μιλάω;" Φώναζε. "Μην στραβώνεις το στόμα σου, μην τρως τα νύχια σου, μην καμπουριάζεις. Τα κορίτσια θέλουν ικανούς άντρες, όχι σαν τον πατέρα σου." Κοίταζε τριγύρω της τρομαγμένη για να δει αν την έχει ακούσει. Το βράδυ, η απορία της λυνόταν.

Αίθουσα ΠανικούWhere stories live. Discover now