CHAPTER ONE : STEFAN KRAUSE
Χειμώνας 2021, Βερολίνο Γερμανία
Ανεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά και κοιτάζει για άλλη μια φορά το ρολόι που κοσμεί τον καρπό του. Είχε αργήσει σχεδόν μια ώρα, ήλπιζε όμως να τον έβρισκε εκεί. Όταν φτάνει στην είσοδο στέκεται,βγάζει την κουκούλα του και ανακατεύει τα βρεγμένα κάστανα μαλλιά του μετρώντας τις επιλογές του. Εχθές το βράδυ είχε δει ξανά εκείνον τον απαίσιο εφιάλτη που τον βασάνιζε τον τελευταίο χρόνο ανελέητα. Είχε ανάγκη να εξομολογηθεί σε κάποιον τις αμαρτίες και τους φόβους του. Άλλωστε και ο διάβολος κάποτε υπήρξε παιδί Του.
Πριν προλάβει να μπει στο εσωτερικό της εκκλησίας ακούει μια ενοχλημένη φωνή και αμέσως γυρίζει να αντικρίσει μια γριά γυναίκα. Τον κοιτούσε επικριτικά μέσα από τα γυαλιά της έτοιμη σχεδόν να τον χτυπήσει με το ξύλινο μπαστούνι της. Της έκοβε την είσοδο.
Ο Βίκτορ χαμογέλασε όσο πιο ευγενικά μπορούσε και έκανε στην άκρη για να περάσει. Αποφάσισε να μην αρχίσει να βρίζει έξω από τον οίκο του Θεού. Μπήκε μέσα και εκείνη η γνώριμη ηρεμία και γαλήνη τρυπώσει στην καρδιά και στο μυαλό του. Όταν ήταν μικρός δεν μπορούσε να καταλάβει αυτό το αίσθημα για το οποίο η μητέρα του του μιλούσε συνεχώς. Τώρα όμως το γνωρίζει πολύ καλά.
Αρχίζει να βαδίζει αθόρυβα προς το κοντινότερο ξύλινο κάθισμα όσο ακούει τις προσευχές των πιστών. Η ζέστη από τα κεριά τριγύρω ιδρώνουν το κορμί του και σχεδόν παρομοιάζει την ιερή αυτή φλόγα με εκείνη της κόλασης. Ξέρει πως δεν πρέπει να κάνει τέτοιες σκέψεις εδώ μέσα αλλά καταβάθος εύχεται ο Θεός να στρέψει το επικριτικό βλέμμα του πάνω του. Να τον τιμωρήσει επειδή κανένας δεν τόλμησε ποτέ να το κάνει.
Η μητέρα του του έλεγε πως η προσευχή είναι οι ανειπωτες λέξεις, η αγάπη και η συγχώρεση, ο τρόπος επικοινωνίας με τους νεκρούς και με τον ίδιο τον Θεό. Για αυτό και εκείνος είχε περάσει κάθε βράδυ τον τελευταίο χρόνο να προσεύχεται για την λύτρωση και για εκείνη.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και σηκώνεται βαδίζοντας προς τα κεριά. Αρπάζει ένα και το ανάβει όσο παρατηρεί το φιτίλι να καίγεται από την φλόγα. Κάπως έτσι φαντάζεται τον εαυτό του, να καίγεται από τις αμαρτίες του και κανένας να μην είναι πρόθυμος ή ικανός να τον σώσει. Τοποθετεί αργά τα δάχτυλα του κοντά στις φλόγες όσο τις βλέπει να χορεύουν μπροστά στα μάτια του.
" Βίκτορ ήρθες τέκνο μου;" Στο άκουσμα της φωνής του Πάτερ Αντώνιου τραβάει γρήγορα το χέρι του και γυρίζει να τον κοιτάξει με το ίδιο απαθες βλέμμα. Ο Πάτερ όμως δεν πτοείται, τον κοιτάζει με καλοσύνη και αγάπη.
YOU ARE READING
Παιχνίδι Εξουσίας |#SCBC2024|
Teen FictionΑφού αντικρίσει τον κόσμο γύρω του να καταρρέει, ο Βίκτορ, ένας νεαρός πρώην γκάνγκστερ της Νέας Υόρκης, εγκαταλείπει την Αμερική ελπίζοντας πως θα μπορέσει να χαράξει μια νέα ζωή στην πρωτεύουσα της Γερμανίας, στο Βερολίνο. Ορκισμένος να μην μπλέξε...