Ο Παναής φαντάρος

6 3 0
                                    

Είχε περάσει μια μέρα από την πρόταση γάμου του Αλέξιου και η Μαρία είχε κανονίσει να βρεθεί με τον παράνομο εραστή της τον Παναή. Έφτασε το βράδυ και η Μαρία είπε ψέματα στον Κωνσταντίνο ότι θα πάει να βρει τις φίλες της να ανακοινώσει τα ευχάριστα. Του είπε ψέματα για άλλη μια φορά και αυτός το πίστεψε. Αργότερα η Μαρία έφτασε σπίτι του Παναή. Με το που άνοιξε την πόρτα ,ο Παναής παρατηρεισε τα χέρια της και το αστραφτερό μονόπετρο που έλαμπε στο δάχτυλο της. Ένιωσε την καρδιά του να ραγίσει αλλά καταλάβαινε βαθιά μέσα του ότι ήταν για το καλό της. Αφού πέρασαν και κάθησαν η Μαρία του είπε για την πρόταση γάμου και ο Παναής θύμωσε. Τα μάτια του γυαλιζαν και είχε το ύφος του τρελού. Άρχισε να φωνάζει λέγοντας " Είσαι σοβαρή τώρα θα πας να παντρευτείς αυτό το φρούτο. Νόμιζα πως με αγαπούσες". Είχε τόσα πολλά νεύρα και για εκτονωθεί έσπασε το πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά του, ένα γυάλινο τασάκι. Αμέσως χωρίς να περιμένει έβγαλε από ένα συρτάρι ένα χαρτί και το πέταξε με φόρα στην Μαρία. Ήταν μια πρόσκληση από τόν στρατό για να πάει να εκπληρώσει την θητεία του στο πεζικό. Η Μαρία ξαφνιάστηκε και τον ρώτησε με απορία " τι είναι αυτό;" . " Δεν βλέπεις, χαρτί από τον στρατό πρέπει να πάω να κάνω την θητεία μου. Είναι άλλος ένας λόγος που πρέπει να χωρίσουμε". Έτσι είπε και άναψε ένα τσιγάρο. Η Μαρία σηκώθηκε από τον καναπέ και του είπε " αφού το θέλεις ας γίνει έτσι, ας χωρίσουμε να πας και εσύ στον στρατό, να παντρευτώ και εγώ κάποιον που δεν αγαπώ όσο αγαπώ εσένα". Αυτός έκανε ένα αδιάφορο νεύμα και απάντησε " δικό σου το πρόβλημα αυτό, μπορούσες να πεις όχι". Τότε η Μαρία θυγμένη και πληγωμένη από τον Παναή έφυγε από το σπίτι και πήγε μια βόλτα με το αυτοκίνητο για να ξεχαστεί. Όσο οδηγούσε έκλαιγε με λυγμούς πονόντας που ο Παναής την παράτησε έτσι σύξιλη. Παράλληλα ο Παναής μόνος του σπίτι είχε καπνίσει ένα πακέτο τσιγάρα και είχε πιει όλο τον βοσπορο ακούγοντας λαϊκά καψουροτράγουσα όπως το ' καπετάνιος της καρδιάς σου'ώσπου δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει. Είχε πάει πάρα πολύ αργά και ο Κωνσταντίνος είχε ανησυχήσει για την Μαρία και αποφάσισε να την πάρει τηλέφωνο να δει που είναι. Αυτή απάντησε στην κλήση του και του είπε πως το ξενύχτησαν με τα κορίτσια και γυρνάει τώρα σπίτι. Αυτός την πίστεψε και την περίμενε να γυρίσει. Μετά από λίγο αφού έφτασε στο σπίτι της αποφάσισε να φρεσκαριστει για να μην φαίνεται πόσο κόκκινη ήταν από το κλάμα που είχε ρίξει πριν. Όταν πέρασε μέσα αντίκρισε το εξής θέαμα. Τον Κωνσταντίνο να τον έχει πάρει ο ύπνος στον καναπέ αφού περίμενε για πολλή ώρα την μέλλουσα γυναίκα του. Η Μαρία πήρε μια κουβέρτα που βρήκε μπροστά της και τον σκέπασε χαϊδεύοντας του απαλά τα μαλλιά. Μετά προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα όπου ξάπλωσε και άρχισε να σκέφτεται τον Παναή αλλά αργότερα ήταν τόσο κουρασμένη που την πήρε ο ύπνος...

Το Ειδύλλιο των Γλίξμπουργκ Where stories live. Discover now