κεφάλαιο 4

3.4K 104 2
                                    

                                                                               Τζέις Μπλάκφάιρ

                                                                                          22-11-2012

Δεν είχε πάει σχολείο. Το μόνο που σκεφτόταν από τη στιγμή που πάτησε στο Λος Άντζελες ήταν να μπει στο σπίτι του. Είχαν σκοτωθεί κανονικά με τον πατέρα του, είχε αρπάξει τα πράγματα του και είχε πάει στο αεροδρόμιο. Που μυαλό μετά για μάθημα;

Όλη μέρα σκεφτόταν τα χθεσινά γεγονότα. Γιατί το είχε κάνει αυτό ο παππούς του; Δεν υπήρχε καμία λογική. Ούτε ο Τζέις είχε δείξει ενδιαφέρων για την εταιρία, ούτε είχε τις καλύτερες σχέσεις με τον Τζοσάια. Βασικά δεν είχαν καθόλου σχέσεις. Μπορεί να μην είχε αποφασίσει ακόμα τι θα έκανε μετά το σχολείο, αλλά δεν ήθελε να διευθύνει μια εταιρία που κατασκεύαζε όπλα. Τότε αρνήσου τη κληρονομιά, ψιθύρισε μια φωνούλα μέσα στο κεφάλι του. Ούτε όμως ήθελε να δώσει την ικανοποίηση στον πατέρα του. Τότε αποδέξου τη.

''Σκάσε πια'' μουρμούρισε. Είχε διορία μέχρι τα δέκατα-όγδοα γενέθλια του για να αποφασίσει.

Σε δύο μήνες.

Είχε νυχτώσει και ακόμα δεν είχε βρει κάποια άκρη. Η Φάιη δεν είχε γυρίσει ακόμα. Της είχε δώσει κλειδί του σπιτιού για να μπει μέσα αν εκείνος κοιμόταν; Ναι, μάλλον της είχε δώσει. Αν και αμφέβαλλε πως θα κατάφερνε να κοιμηθεί απόψε.

Καθόταν στο σαλόνι με το laptop- φοβόταν να ανοίξει την τηλεόραση. Οι δημοσιογράφοι είχαν λυσσάξει με το ποιός θα αναλάμβανε τη Κατασκευαστική Όπλων Μπλάκφάιρ, λες και δεν είχαν πιο σοβαρά πράγματα να ασχοληθούν. Προς το παρών τη διοίκηση της εταιρίας θα αναλάμβανε το Συμβούλιο μέχρι να ξεκαθαρίσει το θέμα. Όλοι είχαν συμφωνήσει πως το περιεχόμενο της διαθήκης δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθεί. Το τελευταίο που χρειαζόταν ο Τζέις ήταν δημοσιογράφους να τον κυνηγάνε έξω από το σπίτι ή το σχολείο. Γιατί τον είχε μπλέξει έτσι ο Τζοσάια;

Το κουδούνι τον ειδοποίησε για την άφιξη της Φάιης. Τελικά μάλλον δεν της είχε δώσει κλειδί. Άφησε το laptop στον καναπέ και σηκώθηκε. Άναψε τα φώτα του σαλονιού καθώς πήγαινε προς την πόρτα. Όταν άνοιξε τη πόρτα όμως δεν ήταν η Φαίη που αντίκρισε.

Στο κατώφλι στεκόταν η Άρυα. Ήταν ντυμένη με ένα απλό φόρεμα και οι καστανές της μπούκλες ξεχύνονταν ελεύθερες στη πλάτη της. Ήταν πανέμορφη. Τα γαλάζια μάτια της γυάλιζαν σαν να ήταν έτοιμη να κλάψει.

Το Να Είσαι Έφηβος Είναι Σαν Να Βρίσκεσαι Σε ΠόλεμοWhere stories live. Discover now