Κεφάλαιο 12

131 16 2
                                    

Ο γνωστός ήχος του ξυπνητηριού τρύπησε στα αυτιά μου με σκοπό να με ξυπνήσει. Το μισώ αυτό το μαραφέτι.

Το έκλεισα γρήγορα. Ήταν δύο φορές πιο δύσκολο να σηκωθω από άλλες μέρες αφού είχα κοιμηθεί μόλις 2 ώρες. Δεν έκλεισα μάτι όλη νύχτα. Σκεφτόμουν αυτό που έγινε με την Ιωάννα και τι στο διαολο έκανα λάθος.

Μπηκα στο μπάνιο και κοιταχτηκα λίγο στον καθρέφτη. Είμαι χάλια, αλλά δεν με νοιάζει και πολύ.

Ετοιμάστηκα και κατέβηκα για πρωινό. Η μάνα μου ήταν εκεί και ετοίμαζε το τοστ μου.
"Καλημερα" είπα και προσπάθησα να το παίξω χαρούμενος.
"Καλημέρα αγόρι μου " ειπε με αυτό το χαμογελο που έχει κάθε μέρα! Σήμερα συνειδητοποιήσα πόσο αξία είχε αυτό το χαμογελο στην ζωή μου. Μου έφτιαχνε κάθε μέρα και δεν θα μπορούσα να σκεφτώ πως θα ήταν να μην το ξανά έβλεπα.

Κούνησα το κεφαλι μου για να βγάλω αυτες τις σκέψεις από το μυαλό μου.

"Έχουμε αφήσει μια κουβέντα στη μέση εμείς" της είπα με μια μικρή δυσκολία.

"Ναι το ξέρω αγόρι μου, σου χρωστάω μια εξήγηση για όλα αυτά.. θα μιλήσουμε όταν γυρίσεις από το σχολείο ενταξει;" Γιατί είναι πάντα τόσο ήρεμη αυτή η γυναίκα;

"Εγώ λέω να μην πάω την πρώτη ώρα και να τα πούμε τώρα." Είπα με ένα πονηρό γελάκι.

"Όχι σε παρακαλώ, θέλω και εγώ τον χρόνο μου." Πφφ.
"Καλα ενταξει, αλλά το μεσημέρι θα μου τα πεις όλα." Τόνισα το όλα.

Ξεκίνησα για το σχολείο και ένιωθα ένα βάρος, κάτι να με τρώει. Φυσικά ήταν το θέμα με την μάνα μου. Τι διαολο είναι αυτό που έχει και θέλει και τον χρόνο της να μου το πει; δεν καταλαβαίνω.

Όταν μπήκα στο σχολείο είδα την Ιωάννα στο κυλικείο. Κάτι με τράβηξε πίσω και δεν πήγα. Στράφηκα προς την κατεύθυνση για το παγκάκι. Δεν γύρισα να την κοιτάξω καθόλου.

Η Χριστίνα ήταν με τον Δημήτρη, οπότε η Ιωάννα θα ερχόταν εδώ. Λογικά.
Αντίθετα όμως, μετά από λίγο την είδα να κατευθύνεται προς την παρέα κάτι αγοριών από την δευτερα. Πήρε πιο κει έναν, τον οποίο δεν ξέρω, αλλά θα μάθω, και του είπε κάτι στο αυτί. Εκανε και εκείνος το ίδιο. Του χαμογέλασε και εφυγε.

Ποιος ήταν αυτός ο μαλάκας; Όπα. Επιασα τον εαυτό μου να ζηλεύει. Εγώ; εγώ; ζηλεύω; αποκλείεται.

Ένιωσα ένα χέρι να με σκουνταει "ρε μαλάκα σου μιλάω, ξεκόλλα" άκουσα τον Δημήτρη να λέει. Δεν είχα καταλάβει πως την ειχα καρφωσει με τον βλέμμα μου.
"Μην την κοιτάς έτσι ρε βλάκα, προχωρά τώρα." Συνέχισε αυτός.

Από άγνωστοι, γνωστοί.Where stories live. Discover now