~το μυαλό μου~

45 5 1
                                    

Απο εκείνη την μέρα που δεν εχω ιδέα εαν είναι  αλήθεια ή εγω ειμαι τρελή,νιώθω κάπως διαφορετική. Νιώθω οτι κάτι μπήκε στην ζωή μου για να γίνει πιο ενδιαφέρουσα γιατί πραγματικά αυτό που συνέβη δεν το χωράει το μυαλό του ανθρώπου.

Ειμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και σκέφτομαι το πόσο διάβασμα έχω. Αστειευτικα με τον εαυτό μου λέγοντας,"ειμαι πολύ έξυπνη για να κάτσω να διαβάσω τις βλακείες που μου βάζει ο καθε μαλάκας".Ξαφνικά άκουσα την πόρτα μου να ανοίγει. Και είδα τα γαλανά μάτια και τα μακριά ξανθά μαλλιά.Ηταν η μητέρα μου. Την κοίταξα κατάματα και είδα στο πρόσωπο τις το πόσο αγχωμένη και ταραγμένη ήταν. Έμεινα για λίγο και την έβλεπα. Μου ψιθύρισε σιγανά να έρθω μαζί της. Σηκώθηκα με ενα βλέμμα γεμάτο απορία και περπατισα στον μακρύ διάδρομο του σαλονιού μου. Διαπερνούσε απ' τα μάγουλα μου ενας ασυνήθιστος και αρνητικός αέρας. Κοίταξα τριγύρω μου και όλα έμοιαζαν σαν νεκρά, κανείς δεν μιλούσε και επικρατούσε ησυχία σε ολο τον χώρο. Είχα  καθίσει στην κόκκινη πολυθρόνα. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού που βρισκόταν μπροστά  μου. Παρατήρησα ενα καφέ σκούρο κουτί, απ'οτι κατάλαβα το κουτί ήταν πολύ παλιό και μάλλον το είχαν κρυμμένο γιατι δεν το ξαναείδα ηταν ενα μικρό μπαούλο. Άκουσα μια σιγανή φωνή να μου λέει.."άνοιξε το γλυκιά μου". Με μικρές κινήσεις άρπαξα προσεκτικά το μικρο μπαούλο και το άνοιξα. Μέσα υπήρχαν μικρά μάλλινα παπουτσακια και φαίνονταν χειροποίητα. Επίσης μέσα στο βάθος του μπαούλου ενα χρυσό μενταγιον, ηταν μια όμορφη χρυσή αλυσίδα και πάνω της ειχε εναν μικρό σταυρό και ενα κεφαλαίο Χ. Άρχισα να σκέφτομαι διάφορα. Επικρατούσε πολύ ησυχία, η μητέρα μου ηταν έτοιμη να κλάψει και οι υπόλοιποι ήταν τόσο αγχωμένοι. Έσπασα την σιωπή λέγοντας.. "εμμ..σε ποιόν ανήκουν αυτά?". Πήρε μια βαθιά ανάσα η μητέρα μου και μου είπε.. "κοίτα αγάπη μου εισαι πλεον αρκετά μεγάλη και πιστεύω πως πρέπει να το μάθεις και εσύ όπως το έμαθε και ο αδερφός σου στην ηλικία σου".Γέμισε το μυαλό μου ερωτηματικά, ειχα πραγματικά αγχωθει αλλα ήμουν έτοιμη να ακούσω τα πάντα.
     "Όταν ήμουν μικρή και ήμουν στην ηλικία σου δεν είχα όλη αυτήν την πολυτέλεια που έχεις εσύ σήμερα. Η μητέρα μου ηταν ηταν πολύ αυστηρή και δούλευε πολύ σκληρά. Δεν έβγαζε πολλά λεφτά αλλα τουλάχιστον μας έφταναν για λίγο φαγητό. Όταν είχα γίνει δεκαοκτώ βρήκα μια δουλειά στη φάρμα. Έτσι μπορούσα να βοηθάω και εγω λίγο την μητέρα μου. Δουλεύαμε και οι δύο μας πολύ σκληρά. Στην φάρμα γνώρισα ενα παιδί τον Ζεϊν. Ερωτευτικαμε πολύ, είχαμε μια αρκετά σοβαρή σχέση. Βέβαια η μητέρα μου δεν γνώριζε τίποτα. Μετά απο λιγο καιρό περάσαμε μια όμορφη νύχτα γεμάτη πάθος.. μετα απο αρκετές εβδομάδες είχα αρκετές αναγούλες και ζαλάδες. Η μητέρα μου ανησύχησε και κάλεσε εναν γιατρό. Μετά απο αρκετή ώρα που με εξέταζε σχηματίστηκε ενα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του. Τον κοίταξα με ενα βλέμμα γεμάτο απορία. Μετά απο λίγα λεπτά μου ανακοίνωσε πως ημουν έγκυος. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ η να σκεφτώ τις συνέπειες μου.. κοίταξα ντροπιασμενα την μητέρα μου, είχε γίνει κατακόκκινη και χαμογέλασε ψεύτικα στον γιατρό. Τον πλήρωσε και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Μετά αφού ειχε σιγουρευτεί οτι ο γιατρός έφυγε, με πλησίασε και άρχισε να με τραβά απ' τα μαλλιά.. τα μάτια μου αμέσως γέμισαν δάκρυα και έκλαιγα ασταμάτητα. Με έσυρε σε μια γενιά και άρχισε να μου φωνάζει.. ΔΕΝ ΝΤΡΈΠΕΣΑΙ!!!!....ΩΣΤΕ ΠΑΣ ΚΑΙ  ΠΗΔΙΑΙΣΕ.. ΡΕ ΜΙΚΡΗ ΤΣΟΥΛΑΑ.. ΤΙ ΘΑ ΛΕΕΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΓΙΑ ΜΕΝΑΑ???... ΟΤΙ Η ΚΟΡΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΈΓΚΥΟΣ ΑΠ' ΤΑ ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΤΗΣ??.. ΕΞΩΩΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥΥ!!! ΕΞΩΩΩ!!!!... η όραση μου, ειχε θολώσει απ'τα πολλά δάκρυα.. δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω και τα δάκρυα ηταν σαν να έκαιγαν το πρόσωπο μου...σε παρακαλώ μαμά μην με διώχνεις.. δεν εχω που να πάω και δεν ξερω κανέναν!!... φώναζα αλύπητα  και έκλαιγα ασταμάτητα.. αφού ηρέμησαν λίγο τα πράγματα, ήρθε και κάθησε δίπλα μου στο παγωμένο και σκληρό πάτωμα και μου ψιθύρισε.. εχεις τρεις επιλογές γλυκιά μου..και μου χαμογέλασε ειρωνικά... η πρώτη είναι,ή  έξω απο το σπίτι μου ή μόλις γεννήσεις θα σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια το παιδί ή θα το δώσεις για υιοθεσία.. η απόφαση δική σου αγαπητή μου και βγήκε έξω για τσιγάρο... για μια στιγμή  νόμιζα πως θα πεθάνω, τα λόγια τις ειχαν περικυκλώσει το μυαλό μου και ηταν κάτι χειρότερο απο το να σε μαχαιρωνε κάποιος..  δεν μπορούσα να πιστέψω πως μπορούσε να μου το κάνει αυτό. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Δεν μπορούσα να φύγω  γιατί δεν είχα που να πάω και δεν ειχα λεφτά και ήμασταν πολύ φτωχοί. Η μόνη λύση ηταν να το δώσω για υιοθεσία.. ένιωσα εναν παγωμένο αέρα και άκουσα την πόρτα να κλίνη. Λοιπόν? Με ρώτησε με ενα σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη...θα το δώσω για υιοθεσία είπα και πνίγηκα στα δάκρυα. Το επόμενο πρωί πήγα στην φάρμα να βρω τον Ζαϊν.. δεν τον βρήκα πουθενά.. μετα ρώτησα και μου είπαν πως είχε φύγει για πάντα και δεν ξέρει κανένας που πήγε.. ένιωσα τόσο ηλίθια και η απογοήτευση θα με σκότωνε.. δεν είχαμε λεφτά για να αγοράσουμε ρουχα ετσι άρχισα να πλεκω διαφορα μικρά ρουχαλάκια. Αφού πέρασαν αρκετοί μήνες είχαν σπάσει τα νερά μου και γέννησα, ηταν ενα όμορφο αγοράκι με κατάμαυρα μαλλιά.. άρχισα να κλαίω..το κράτησα λίγο στην αγκαλιά μου και μετά μας πηρε ο ύπνος.. το πρωί όταν ξύπνησα έλειπε απ' την αγκαλιά μου.. με έπιασε το κλάμα και ρώτησα την μητέρα μου που είναι το παιδί μου.. η απάντηση της ηταν..εκεί που πρέπει..απο εκείνη την μέρα την μισούσα όλο και πιο πολύ.. μου έλειπε..ήθελα το παιδί  μου.. αλλα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.. δεν μου είχε μείνει τίποτα.. τα ρουχαλάκια του τα έκαψε όλα το μόνο που σώθηκε ηταν αυτα τα μικρά κλατσακια που τα βρήκα μεσα στο μπουφαν μου.. οταν έγινα εικοσι δύο..έφυγα απο το σπίτι.. βρήκα μια καλή δουλειά και ενα καινούργιο σπίτι και έψαχνα απελπισμένα σε κάθε ορφανοτροφείο το παιδί μου..αλλα ποτε δεν βρήκα κανένα στοιχείο του..προσευχομουν τουλάχιστον να είναι καλά αν και δεν ειχα ιδέα αν ζούσε.. μέσα στην καρδιά μου όμως πάντα είχα μια μικρή ελπίδα, ηταν πολύ μικρή αλλα με κράτησε ζωντανή. Μετα απο πολύ καιρό γνώρισα τον πατέρα σας.. ηταν ενας τίμιος,καλος,αξιοπρεπείς άντρας και ετσι μετα αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Μετά απο κάποιο διάστημα άκουσα πως πέθανε η μητέρα μου.. με πόνεσε αλλά δεν πήγα στη κηδεία.. και προχώρησα την ζωή μου.. μετά αποφάσισα  να φτιάξω αυτο το μενταγιον.. ήθελα να του δώσω το όνομα Χρίστος.. για να εχει τον Χριστό πάντα κοντά του αφου εγω δεν μπορουσα να το κανω..τέλος πάντων..μετα γεννήθηκε ο αδερφός σου..και οταν έγινε δεκαπέντε όπως εσυ τώρα του αποκάλυψα αυτο το μυστικό..και τωρα ήρθε η σειρά σου.." όλοι ηταν αγκαλιασμένοι και έκλαιγαν το ίδιο και εγώ.. δεν ήξερα τι να πω.. η μητέρα μου έκλαιγε πιο πολύ απ'όλους.. με κοίταξε με μάτια δακρυσμένα χωρίς να μου πει κάτι και ύστερα έσκυψε το κεφάλι της και συνέχισε να κλαίει στη αγκαλιά του πατέρα μου.. χωρίς να βγάλω μιλιά και χωρίς να το καταλάβω είχα σηκωθεί σιωπηλά απο την κόκκινη πολυθρόνα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο μου.. ημουν τοσο συνγχισμενη.. άνοιξα την πόρτα και μετά με δύναμη την έκλεισα και ψιθύρισα... εχω αδερφο?..τι στο διάολο..!!

Plsss voteee ^~^

°Black°Where stories live. Discover now