~ Εσύ~

17 3 0
                                    

Παρακάλεσα την Αλπε και την μητέρα μου να μην με αφήσουν ουτε λεπτό, φοβόμουν πως αν με άφηναν θα ερχόταν αυτή και θα σκότωνε.

" γλυκιά μου τι σου συμβαίνει? Τις τελευταίες μέρες σε βλέπω κάπως παραξενα, συμβαίνει κάτι?

Κοιτούσα την μητέρα μου και ήθελα τόσο πολύ να της πω. Μα δεν μπορούσα  γιατί θα κινδύνευε η ζωή της. Με έπιανε το παράπονο, γιατι η ζωή της κρεμόταν απ' το στόμα μου, εκείνης και τους υπόλοιπους και το χειρότερο ηταν που δεν μπορούσα να κάνω απολύτως τίποτα. Την κοίταξα κατάματα και γέμισαν τα μάτια μου απο δάκρια.

" ειι.. γιατί κλαίς? "

" εμμ.. τίποτα απλά δεν αντέχω άλλο, πονάω παντού και θελω να πάω σπίτι "

" αχχ, γλυκιά μου κάνε υπομονή " 

Με αγκάλιασε σφιχτά και αναστεναξαμε και οι δύο.

" Γλυκιά μου, θα πρέπει να πάω δύο λεπτά σπίτι να κάνω ενα ντους και να έρθω, η Αλπε ειναι σπίτι και θα έρθει πιο μετά"

" μααα... μαμά μου υποσχέθηκες οτι δεν θα με αφήσεις λεπτό, σε παρακαλώ, μην φύγεις!"

Την παρακαλούσα μα δεν με άκουγε, αν της έλεγα τον λόγο ίσως να μην έφευγε. Αν όμως της έλεγα και μετά δεν την ξανα έβλεπα? Θεέ μου.. τι θα κάνω. Βασικά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Η μητέρα μου έφυγε και εγω ήμουν στο κρεβάτι μην μπορώντας να κάνω τίποτα. Έκλεισα τα μάτια μου και παρακαλούσα να ηρεμήσουν οι σκέψεις μου.

" Γειά σου γλύκα"

Άκουσα μια φωνή, αμέσως τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και έμεινα σιωπηλή έκανα πως κοιμόμουν, δεν ήθελα να ανοίξω τα μάτια μου και να την αντικρίσω.

" Ρε ηλίθια, γιατί  κάνεις οτι κοιμάσε?

Άνοιξα τα μάτια μου, ευτυχώς ηταν η Αλπε. Ένιωσα μια μεγάλη ανακούφιση.

" τι στο διάολο έπαθες? , θέλεις να φύγω?  "

" Οο..ο... όχι, απλά δεν ξέρω τρόμαξα "

" πφφ, πραγματικά είσαι ηλίθια , δεν θα κάτσω και πολύ έτσι και αλλιώς γιατί με θέλει η μάνα μου "

" Όχι σε παρακαλώ μην φύγεις, τουλάχιστον μέχρι να έρθει η δική μου"

" Γαμωτο, Λία γιατί κάνεις σαν μικρό κλαψιαρικο παιδάκι, τι στο καλό έπαθες? "

" Γαμωτο δεν κάνω σαν μικρό παιδί απλά... ειναι..που.. δεν ξέρω κανένα και.. νιώθω μόνη μου "

" οκαυ, την επόμενη φορά θα σου φέρω κούκλες να παίζεις, τώρα πρέπει να φύγω, τα λέμε"

" Αλπ.."  πφφ, Γαμωτο δεν με καταλαβαίνει κανείς. Τελικά στο νοσοκομείο με έφεραν για να γίνω καλά, ή για να με σκοτώσουν? "

"Μπαίνει στο δωμάτιο μια νοσοκόμα, έρχεται προς τα εμένα κλίνει τις κουρτίνες γύρο απ' το κρεβάτι μου. Εγω ημουν αδιάφορη δεν της έδωσα σημασία και έκλεισα τα μάτια μου, περιμένοντας να φύγει.

" εππ, αγαπουλα μου τι κανεις? "

Άνοιξα αμέσως τα μάτια μου, άρχισε να βγάζει τα ρούχα της νοσοκόμας και να γελά δημοτικά. Αυτή ηταν πάλη. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλα μου.

" λοιπόν, σήμερα θα φροντίσω να βασανιστής λιγάκι παραπάνω και να κάτσεις λίγο ακόμη σε αυτό το κρεβατάκι , γι'αυτό σου έφερα κάτι "

Έμεινα σιωπηλή και την κοιτούσα να γυρεύει κάτι στις τσέπες της.

" αχχ, περίμενε να το βρω " ειπε.

" ψιτ, μήπως ψάχνεις αυτό? " ακούστηκε μια χοντρή φωνή. Γυρίσαμε και οι δύο και είδαμε τον Harry να κρατά μια ένεση στα χέρια του και να στέκεται με σταυρωμένα πόδια ακουμπώντας τον τοίχο.

" Harry γαμωτο τι γυρεύεις εσύ εδώ και δώσε μου την ένεση " είπε εκείνη η  ξανθή στον  Harry.

" οοο, έλα τώρα μικρή νοσοκόμα, ελα να το πάρεις."  Τις ειπε με ενα μικρό χαμόγελο στα χείλη.

" Harry, γαμωτο, μην παίζεις μαζί μου πριν σε σκοτώσω και εσένα "

Ο Harrys άρχισε να γελά σιγανά, την κοιτούσε με ενα σκοτεινό βλέμμα και οι φλέβες στον λαιμό του και στα χέρια του ηταν έτοιμες να βγουν.

" μικρή μου νοσοκόμα, μην με βάζεις σε πειρασμό, γιατί  ξέρεις οτι μου αρέσουν τα παιχνίδια." Της χαμογελούσε και ηταν τόσο ήρεμος μα μέσα του οι δαίμονες του χτυπούσαν κόκκινο.
Τον πλησίασε και τον κοίταζε με ενα σαρκαστικό χαμόγελο,

" βλέπω τους δαίμονες σου να μας περικυκλώνουν Harry"  του ειπε στο αυτί.

" Εγω βλέπω εσένα πνιγμένη, αν ξανα πατήσεις εδώ μικρή μου τσουλα"

Τους κοιτούσα σιωπηλά και οι χτύποι της καρδιάς μου χτυπούσαν όλο και πιο γρήγορα. Γαμωτο, γνωρίζονται? Έλεγα απο μεσα μου. Κοιτούσα τον Harry γεμάτη χαρά και ευγνωμοσύνη. Μου άρεσε ο τρόπος του, ηταν τόσο άνετος και χαλαρός και δεν ξέρω πώς αλλα μάλλον τον έστειλε ο Θεός και ήρθε να με σώσει. Δεν φοβόταν τίποτα, μου θύμιζε εμένα πριν απο όλο αυτό. Σε κάποια φάση ζήλεψα, την κοιτούσε με βλέμμα λες και είχαν περάσει μέρες και ώρες μαζί, λες και ειχαν κάτι μεταξύ τους. Αλλα γαμωτο τι στο διάολο λέω, δεν τον θέλω ούτε νιώθω κάτι γι' αυτον και εξάλλου ίσα ίσα που γνωριζόμαστε. Τελευταία τα εχω πολύ χαμένα..

Γεια σαςςς παίδες, !!
Μην με σκοτώσετε που το αφήνω μέχρι εδωω.. ^w^ θαα το συνεχίσω μάλλον αυριο.. σορρυ αλλα βαργεμε λιγοο και ειμαι κουρασμένη... :/ <3

°Black°Where stories live. Discover now