Κεφάλαιο 2

71 9 2
                                    

Ξύπνησα τρομαγμένη απο τον εφιάλτη ουρλιάζοντας. Κοίταξα γύρω μου το δωμάτιο μου με τους μωβ τοίχους και τα ξύλινα έπιπλα. Στο δωμάτιο μου υπήρχε μόνο ένα γραφείο στο οποίο βρισκόταν πάνω μια τηλεόραση, απο μπροστά του μια ξύλινη καρέκλα τραπεζαρίας και το μεγάλο κρεβάτι μου με τον ουρανό. Άκουγα απο τον κάτω όροφο τον αδερφό μου να τραγουδάει ενα παιδικό τραγούδι που τους είχαν μαθει στο σχολείο. Οι γονείς μας είχαν πεθάνει και ζούσαμε οι δυο μας, εγώ ήμουν 25 χρόνων και ο Κρίστοφερ ηταν 12. Σηκώθηκα απο το κρεβάτι προσπαθώντας να ηρεμήσω απο τον εφιάλτη που είχα μόλις δει.
"Άντζελα πάω εξω στο δάσος να παίξω" μου είπε ο Κρίστοφερ μόλις με είδε να κατεβαίνω τις σκάλες. Αμέσως θυμήθηκα το όνειρο που είχα δει όμως έδιωξα γρήγορα την εικόνα απο το μυαλό μου.
"Πάνε όμως να προσέχεις" του είπα με ενα πολύ σοβαρό ύφος.
"Το ξέρεις οτι πάντα προσέχω" μου είπε και ήρθε να με αγκαλιάσει.
Τον είδα να βγαίνει απο την πόρτα και έπειτα κοίταξα το ρολόι της κουζίνας, η ώρα ήταν 8, σε δυο ώρες έπρεπε να πάω στη δουλειά οπότε πήγα στο μπάνιο και άρχισα να ετοιμάζομαι.
Μετά απο μια ώρα ήμουν έτοιμη να φύγω αλλά δεν έβλεπα πουθενά τον Κρίστοφερ, σκέφτηκα οτι θα ηταν ακόμα στα δάσος και θα έπαιζε οπότε δεν έδωσα και πολύ σημασία.
Δούλευα σε μια καφετέρια μισή ώρα δρόμο απο το σπίτι μας με τα πόδια, δεν πήρα το αυτοκίνητο γιατί ήθελα να περπάτησω και έπρεπε να κάνουμε οικονομίες.
Μόλις έφτασα στην καφετέρια χαιρέτησα τον Έντουαρντ που καθόταν πίσω απο τον πάγκο και μου χαμογελούσε. Τον συμπαθούσα πολύ τον Έντουαρτ ήταν πάντα ευγενικός μαζί μου και με τον αδερφό μου και λάτρευα τα κόκκινα μαλλιά του που θύμιζαν καρότο.
"Άντζελα πολύ νωρίς δεν ήρθες;" με ρώτησε χαμογελαστός.
"Είπα να έρθω πιο νωρίς να πιω ένα καφέ" είπα και του έκλεισα το μάτι. Μου φάνηκε πως κοκκίνισε αλλά δεν έδωσα πολύ σημασία.
Μετά απο μια κουραστική μέρα στη δουλειά ετοιμάστηκα να φύγω. Μόλις βγήκα απο το δωμάτιο του προσωπικού είδα τον Έντουαρτ να με κοιτάζει, μετά απο λίγη σκέψη με πλησίασε.
"Έχεις κάτι; Δεν φαίνεσαι καλά." μου είπε.
"Απλα δεν είχα κοιμηθεί καλά γιατί είχα εφιάλτη μην ανησυχείς." προσπάθησα να τον καθησυχάσω όμως εκείνος με κοίταξε ακόμα πιο ταραγμένος.
"Τι είδες;" με ρώτησε πιο ήρεμος απο οτι φαινόταν. Του εξήγησα τι είχα δει και φάνηκε προβληματισμένος.
"Μόλις πας σπίτι μείνε μέσα και μην βγεις όλο το βράδυ ούτε εσύ ούτε ο αδερφός σου" μου είπε ήρεμα αλλά φαινόταν οτι κάτι τον προβλημάτιζε. Μπορεί να ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος μου όμως κάποιες φορές συμπεριφερόταν σαν να ήταν πολύ μεγαλύτερος.
"Εντάξει θα προσέχω." του είπα και έφυγα βιαστικά.
Μόλις έφτασα σπίτι είδα όλα τα φώτα κλειστά, είχα αρχίσει να ανησυχώ, προσπάθησα νακανω λογικές σκέψεις για να ηρεμήσω τον εαυτό μου.
Μπήκα μέσα στο σπίτι και άρχισα να φωνάζω το όνομα του αδερφού μου.
"Κρίστοφερ που είσαι;" φώναζα δυνατά όμως δεν έπαιρνα απάντηση. Βγήκα στην πίσω αυλή μήπως και έπαιζε εκεί αλλά δεν υπήρχε ίχνος του. Τότε είδα το δάσος και θυμήθηκα το όνειρο που είχα το βράδυ, είχα ανατριχιάσει ολόκληρη. Περπάτησα πρός τα πρώτα δέντρα και άρχισα να φωνάζω τον Κρίστοφερ όμως δεν ερχόταν απάντηση, προχώρησα πιο μέσα μη δίνοντας σημασία στο υποσυνείδητο μου που μου έλεγε να φύγω απο εκεί τρέχοντας. Περπατούσα μέσα στο δάσος φωνάζοντας τον Κρίστοφερ αλλά και παλι δεν ακουγόταν τίποτα. Τα κλαδιά με εμπόδιζαν να περπατήσω, το φως του φεγγαριού δεν μπορούσε να περάσει μέσα απο τα πυκνά φύλλα και έτσι όλα ηταν σκοτεινά. Ξαφνικά απο πίσω μου ακούστηκε ένα θρόισμα, όλα ηταν ακριβώς όπως το όνειρο μου.
"Κρίστοφερ έλα εδώ τώρα να πάμε σπίτι" φώναξα δυνατά. Καμία απαντήση. Ακούστηκε ξανά πιό κοντά το θρόισμα και γύρισα απότομα πριν νιώσω τα χέρια του Κρίστοφερ να με ακουμπάνε.
Τον είδα να με κοιτάζει ξαφνιασμένος γιατί είχα γυρίσει απότομα και τον είχα τρομάξει.
"Είναι αυτή ώρα για πλάκες;" του φώναξα νευριασμένη. Εκείνος με κοίταξε και έπειτα κατέβασε το κεφάλι του.
"Κοίτα με όταν σου μιλάω." του είπα πιο ήρεμα αυτή τη φορά και σήκωσε το κεφάλι του. Μόλις σήκωσε το κεφάλι κοίταξε πίσω μου με γουρλωμένα μάτια.
"Α..Άντζελα τρέχα." μου είπε. Αμέσως μου γύρισε πλάτη και άρχισε να τρέχει. Εγώ γύρισα αργά με την ελπίδα να ήταν όντως μια απο τις φάρσες του, κι όμως ο λύκος με το μαύρο τρίχωμα και τα γαλανά μάτια βρισκόταν μπροστά μου και με πλησίαζε και εγώ δεν μπορούσα ούτε να φωνάξω απλά τον κοιτούσα σαν χαμένη.

Αυτό είναι το δεύτερο μέρος ελπίζω να σας αρέσει.

ΚαταστροφήOù les histoires vivent. Découvrez maintenant