κεφαλαιο 11

12 0 0
                                    

"Αυτό που έκανες δεν ηταν δίκαιο"
"Κανείς δεν παιζει δίκαια στον κόσμο μας να το ξέρεις. "Είπε και γύρισε απο την άλλη.
" Πες μου τι νομίζεις οτι είμαι;" τον ρώτησε ανυπόμονα.
" Πιστεύω οτι είσαι νεράιδα." της είπε σοβαρός.
"Συγνώμη αλλά είναι στημένο όλο αυτό; Δεν είσαι ο πρώτος που μου το λες;"
"Γιατί ποιός άλλος στο είπε;" την ρώτησε ανήσυχα.
"Ηταν μια γυναίκα στο δωμάτιο του αδερφού μου και όταν έφευγε μου είπε οτι είμαι νεράιδα σαν εκείνη" είπε έτοιμη να γελάσει.
"Τι πράγμα; Συνάντησες νεράιδα;" την έπιασε απο τους ώμους.
Εκείνη τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω.
"Συγνώμη δεν το ήθελα..." είπε και κοίταξε κάτω αποφεύγοντας το βλέμμα του.
"Δεν έχει σημασία. Απλα πες μου αν είσαι καλά." της είπε κοιτώντας την.
"Όχι είμαι πολύ καλά. Αλλά γιατί ρωτάς;"
"Οι νεράιδες έχουν διάφορες δυνάμεις, μια απο αυτές είναι να ελέγχουν τους ανθρώπους ως ενα βαθμο."
"Ναι αλλά κατά τα λεγόμενα σου είμαι κι εγώ νεράιδα." του είπε καχύποπτα.
"Ναι αλλά δεν το ήξερες μέχρι πρόσφατα δεν ξέρεις πως να τους αντιστέκεσαι είσαι ευάλωτη." της είπε απλά.
"Όλα αυτά είναι τόσο περίπλοκα, δεν μπορώ να τα πιστέψω. Ούτε αυτά για εσένα ουτε για εμένα δεν μπορώ να πιστέψω κανέναν πια." είπε νευριασμένα και έφυγε απο το γραφείο. Περίμενε οτι θα την ακολουθούσε αλλά εκείνος δεν το έκανε. Ήθελε να μείνει μόνη της για λίγο.
Γύρισε σπίτι της χωρίς να την νοιάζει το οτι έφυγε απο την δουλειά.
Έκατσε στον καναπέ μέσα στη ησυχία του σπιτιού, σκεφτόταν πόσο της έλειπε ο αδερφός της και πόσο θα ήθελε να ακούσει τη φωνή του. Άρχισε να κλαίει χωρίς ήχους. Τα δάκρυα κυλούσαν απο τα μάτια της ασταμάτητα.
Κάποια στιγμή κατάλαβε οτι είχε σκοτεινιάσει και εκείνη καθόταν με όλα τα φώτα κλειστά.
Ξαφνικά άκουσε ήχους στην εξώπορτα πλησίασε και κοίταξε απο το ματάκι.
Ηταν ο Τζέρεμι και κοιτούσε επίμονα την πόρτα. Περίμενε να δει τι θα κάνει, τελικά έφυγε χωρίς να χτυπήσει. Αποφάσισε να βγει για λίγο στον κήπο.
Είχε ενα προαίσθημα οτι κάτι θα γινόταν αλλά δεν την ένοιαζε πια, δεν ήξερε τι να κάνει πλέον, όλα ηταν τόσο μπερδεμένα και δεν ήξερε πως να τα ξεμπερδέψει όλα. Ηταν σαν ενα κουβάρι και δεν μπορούσε να βρει την άκρη του.
Όταν άνοιξε την μπαλκονόπορτα ο αέρας την χτύπησε στι πρόσωπο. Δεν ήταν τόσο δυνατός ώστε να κρυώσει, θα έλεγε οτι ηταν απλα δροσερός.
Ήθελε να κάνει μια βόλτα όμως αποφάσισε να κάτσει σε μια καρέκλα που είχαν βάλει στην αυλή. Κοιτούσε τα δέντρα σαν να περίμενε κάτι. Ένιωθε πως την κοιτούσε κάποιος, κάποια στιγμή κατάλαβε πως είχε δίκιο. Ο μαύρος λύκος εμφανίστηκε σιγά σιγά και την πλησίασε κοιτάζοντας την στα μάτια. Τουλάχιστον έτσι ένιωθε.
Την πλησίασε και έκατσε δίπλα της στο χορτάρι.
Εκείνη έκατσε ξανά δίπλα του και τον αγκάλιασε ένιωθε τόσο άνετα κοντά του.
Την πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβει.
Το πρωί ξύπνησε στι κρεβάτι της χωρίς να θυμάται πως βρέθηκε εκεί, κατέβηκε στο σαλόνι για να παει στην κουζίνα και αυτό που είδε ηταν τόσο αναπάντεχο που σταμάτησε να περπατάει και κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα.
Ο Τζέρεμι κοιμόταν στον καναπέ της.

ΚαταστροφήWhere stories live. Discover now