~Δύο κίτρινα φωτάκια~

500 96 10
                                    

Αφού έφυγε η Άλεξ, ο Ντέιβ τελείωσε το μισοφαγωμένο πρωινό του και έβαλε το πιάτο στον πάγκο της κουζίνας μέσα στο οποίο είχε περισσέψει μια φέτα μπέικον.
Η βροχή άρχισε να εξασθενεί. Πήγε στο δωμάτιο του. Έβαλε το σκούρο μπλε τζιν και το γκρι φούτερ του. Στη συνέχεια φόρεσε τα παλιά μαύρα παπούτσια του. Πήρε το κινητό του, κατέβηκε στον κάτω όροφο του σπιτιού, άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε έξω. Έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του τα ακουστικά του και προσπάθησε να τα ξεμπλέξει. Τα αγαπημένα ακουστικά του. Δεν άντεχε πουθενά χωρίς αυτά. Ένιωθε γυμνός αν δεν τα είχε στην τσέπη του. Τα σύνδεσε με το κινητό του και τα στερέωσε στα αυτιά του. Πάτησε το πλέι στην μουσική και ξεκίνησε το περπάτημα. Ήθελε απλά να βγει μια βόλτα στην υγρή ατμόσφαιρα για να σκεφτεί την νέα του ζωή στην Ουάσινγκτον. Όταν του ανακοίνωσαν οι γονείς του για την μετακόμιση τους εκεί έγινε μια πολύ μεγάλη συζήτηση. Από εκείνη την μέρα μόνο αυτό έχει στο μυαλό του. Τι θα συναντήσει εκεί; Θα τον δεχτούν τα παιδιά της ηλικίας του; Θα βρει την αληθινή φιλία; Οι γονείς του βέβαια προσπάθησαν να τον καθησυχάσουν. Του εξήγησαν πως θα είναι μια καινούρια αρχή. Πως όλα θα είναι καλύτερα και πως είναι σίγουροι ότι εκεί θα έχει μια καλή και σταθερή παρέα διότι θα είναι η τελική τους στάση. Ναι. Η οικογένεια είχε μετακομίσει πολλές φορές ανά καιρούς. Ο Ντέιβ είχε αλλάξει τέσσερα σχολεία από την τέταρτη τάξη του δημοτικού. Ένιωσε ανακούφιση όταν σκέφτηκε τα λόγια των γονιών του. Στην διαδρομή βρήκε ένα περίπτερο. Έχωσε το χέρι του στην τσέπη της ζακέτας του και έπιασε ένα δολάριο.
~Αυτό εδώ~
Είπε δείχνοντας στον περιπτερά ένα μπουκάλι νερό. Του έδωσε το δολάριο και πήρε τα ρέστα του. Έβαλε τα ρέστα πίσω στην τσέπη της ζακέτας και άνοιξε το μπουκάλι
για να πιει μια γουλιά. Βρήκε ένα παγκάκι και κάθισε να ξεκουραστεί. Είχε φτάσει σε ένα πάρκο. Ένα πάρκο που απήχε χιλιόμετρα από το σπίτι του. Δεν κατάλαβε πως έφτασε εκεί. Ήταν ένα έρημο πάρκο. Δίπλα από το παγκάκι υπήρχε ένας κάδος σκουπιδιών.
~Και αναρωτιόμουν τι μύριζε τόσο
άσχημα.~
Ειπε και πέταξε μέσα το μπουκάλι που κρατούσε. Κοίταξε γύρω του. Ο σιγανός αέρας έδινε μια μικρή ώθηση στις κούνιες κουνώντας την μια μετά την άλλη, δημιουργόντας τον ήχο ενός ψιλού τριξίματος. Αφού περιεργάστηκε ακόμα λίγο το πάρκο παρατήρησε δύο μικρά κίτρινα φωτάκια ανάμεσα στα δέντρα. Ακούστηκε ένα γρύλισμα. Κοίταξε καλύτερα. Όχι δεν ήταν φώτα. Ήταν τα μάτια ενός λύκου. Το ζώο γύμνωσε  τα κοφτερά του δόντια, δηλώνοντας στάση επίθεσης. Ο λύκος άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Έφτασε σε απόσταση αναπνοής. Πήδηξε κατά πάνω του. Ο Ντέιβ έκλεισε τα μάτια του φοβισμένος περιμένοντας την επίθεση του άγριου μαύρου ζώου. Όμως δεν έγινε τίποτα. Άνοιξε τα μάτια και ο λύκος είχε εξαφανιστεί. Σηκώθηκε από το παγκάκι και πήρε μια ανάσα. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε πως κρατούσε την αναπνοή του. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ο ήλιος έπεσε και το φεγγάρι υψώθηκε στον ξάστερο νυχτερινό ουρανό. Σκέφτηκε πως ήταν ώρα να επιστρέψει στο σπίτι. Η μητέρα του θα είχε γυρίσει και εκείνος ήθελε να μάθει τι συνέβη τελικά με την παραίτηση της. Στερέωσε ξανά τα ακουστικά στα αυτιά του και ξεκίνησε να περπατά. Ήταν τόσο μπερδεμένος. Ο λύκος ήταν ακριβώς μπροστά του και ετοιμαζόταν να του επιτεθεί. Τα βήματα του μεγάλωναν μέχρι που άρχισε να τρέχει. Ο δρόμος ήταν ακόμη βρεγμένος και η νύχτα ήταν αρκετά κρύα. Τα πόδια του Ντέιβ έσκαγαν στην άσφαλτο με τόση δύναμη που τον έκανε να τρέχει ακόμη πιο γρήγορα. Έφτασε στο σπίτι.

Ελπίζω να σας αρέσει γιατί σε εμένα και σε όσους έδωσα να το διαβάσουν άρεσε πάρα πολύ! Το επόμενο κεφάλαιο θα ενημερωθεί σύντομα με τίτλο ~Αύριο πετάμε για Ουάσιγκτον. Ίσως η μετακόμιση των Νέλσον εκει να μην είναι τόσο τυχαία όσο νομίζαμε... Αν σας άρεσε πατήστε το ☆

Κάτω από το Φεγγάρι Where stories live. Discover now