~Το νέο σπίτι~

473 80 27
                                    

"Στην επόμενη στροφή στρίψτε δεξιά". Ακούστηκε η επιβλητική γυναικεία φωνή στο GPS του αυτοκινήτου. Ο Τζον γύρισε το τιμόνι δεξιά ενενήντα μοίρες περίπου.
"Φτάσατε στον προορισμό σας. Αεροδρόμιο Χάμιλτον". Η απόσταση από το παλιό τους σπίτι μέχρι το αεροδρόμιο Χάμιλτον ήταν περίπου εξήντα τέσσερα χιλιόμετρα. Η πτήση τους αναχωρούσε για Ουάσιγκτον στις δύο το μεσημέρι. Η Άλεξ σήκωσε το αριστερό της χέρι. Κοίταξε το παλιό, χρυσό ρολόι της γιαγιάς της.
~Καλύτερα να βιαστούμε, το αεροπλάνο απογειώνεται σε σαράντα πέντε λεπτά~
Είπε. Άφησαν το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του αεροδρομίου και πήραν τις αποσκευές τους. Έκαναν το τσεκίν. Προχώρησαν στον έλεγχο ασφαλείας.
~ Παρακαλώ τοποθετήστε τις
χειραποσκευές σας πάνω στον
ιμάντα και τα παλτά σας μέσα στο
καλάθι.~
Τους είπε ένας μεγαλόσωμος άντρας, ντυμένος με ένα μπλε κοστούμι όπως όλοι οι υπάλληλοι του αεροδρομίου. Αφού πέρασαν την ασφάλεια προχώρησαν στην έξοδο αναχώρησης. Μπήκαν μέσα στο αεροπλάνο. Η ψιλή ξανθιά αεροσυνοδός τους οδήγησε στις θέσεις τους. Ο Ντέιβ κάθισε στο κάθισμα δίπλα από το παράθυρο. Από τα μεγάφωνα ακούστηκαν οι οδηγίες ασφαλείας σε περίπτωση συντριβής ή βλαβης του αεροπλάνου. Ο πιλότος έβαλε μπρος τους κινητήρες. Ο Ντέιβ δεν είχε ξαναταξιδέψει με αεροπλάνο. Φοβόταν. Έκλεισε τα μάτια του, έπιασε το χέρι της μητέρας του που καθόταν στην διπλανή θέση και το έσφιξε. Η Άλεξ τον κοίταξε και χαμογέλασε. Το αεροπλάνο ανέπτυξε ταχύτητα. Οι ρόδες του ξεκόλλησαν από τον διάδρομο. Απογειώθηκαν. Ο Ντέιβ άφησε το χέρι της Άλεξ, πήρε μια ανάσα ανακούφισης και άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε τους γονείς του. Δύο πρόσωπα έτοιμα να σκάσουν στα γέλια.
~Τι; Δεν φοβήθηκα!~
Δικαιολογήθηκε φανερά ντροπιασμένος.
~Δεν μιλήσαμε~
Τον πείραξε ο Τζον με ένα πλατύ χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Ο Ντέιβ τους κοίταξε με ένα καχύποπτο βλέμμα.
~Εντάξει, θα ακούσω λίγη
μουσική~
Τους είπε και φόρεσε τα ακουστικά του. Έβαλε στο κινητό ένα χαλαρό τραγούδι. Ακούμπησε τον αγκώνα του στο παράθυρο στηρίζοντας το κεφάλι του στην γροθιά του ώστε να μπορεί να βλέπει έξω. Του άρεσε πολύ να αναμιγνύει την εικόνα με τον ήχο. Τα λευκά αφράτα σύννεφα που έβλεπε έξω από το παράθυρο σε συνδυασμό με το ήσυχο τραγούδι που είχε βάλει να παίζει στο τηλέφωνο του ήταν πολύ ωραίο και χαλαρωτικό συναίσθημα γι' αυτόν. Το αεροπλάνο θα προσγειωνόταν στην Ουάσιγκτον σε έξι ώρες. Ο Ντέιβ ρύθμισε το κάθισμα του σε μια αναπαυτική στάση ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί. Έκλεισε τα μάτια του. Σκοτάδι. Τα άνοιξε. Κοίταξε γύρω του. Ψηλά, πυκνά δέντρα και το έδαφος καλυμμένο από καφέ ξερά φύλλα. Κατάλαβε ότι βρισκόταν πάλι σε ένα από τα περίεργα όνειρα του.
~Εει εσύ.~
Ακούστηκε μια γυναικεία απαλή φωνή. Γύρισε. Ήταν ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι στην ηλικία του με όμορφο και λεπτό σώμα και με μακριά κάστανα μαλλιά. Το δέρμα της ήταν λευκό και τα όμορφα ματιά της είχαν μια απόχρωση του καφέ. Χάθηκε μέσα στα δέντρα. Ο Ντειβ έτρεξε πίσω της. Την έχασε. Το κορίτσι είχε εξαφανιστεί. Την αναζητούσε για αρκετή ώρα όμως δεν την βρήκε. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο. Έτριψε τα μάτια του. Μόλις κατέβασε τα χέρια του κοίταξε ευθεία μπροστά του. Απέναντι του στεκόταν ένας περήφανος μαύρος λύκος. Τα μάτια του είχαν ένα περίεργο μπλε χρώμα. Ο Ντέιβ σηκώθηκε όρθιος και κόλλησε πίσω στο δέντρο φοβισμένος. Κοίταξε καλύτερα το ζώο. Κατάλαβε πως ήταν ο ίδιος λύκος που τον κυνηγούσε τα βράδια στα όνειρα του. Ο ίδιος λύκος που όρμησε καταπάνω του εκείνη την νύχτα στο έρημο πάρκο. Μόνο που δεν είχε κίτρινα μάτια. Τον αναγνώρισε από την ουλή στο πίσω δεξί πόδι του. Ο Ντέιβ απέβαλε τον φόβο και το άγχος από πάνω του και άρχισε να κάνει μικρά διστακτικά βήματα πλησιάζοντας τον λύκο. Ο λύκος δεν γρύλισε. Δεν έφυγε. Δεν όρμησε. Κάθισε ακίνητος περιμένοντας τον. Πλέον ο Ντέιβ στεκόταν μπροστά του. Άπλωσε το χέρι του. Ο λύκος έκλεισε τα μάτια και εκείνος τον χάιδεψε στο κεφάλι. Ο Ντέιβ χαμογέλασε και ένα δάκρυ ανακούφισης και χαράς κύλησε στο μάγουλο του. "Ντέιβ, Ντέιβ! Ξύπνα καλέ μου προσγειωνόμαστε σε δέκα λεπτά". Ακούστηκε η φωνή της μητέρας του μέσα στο όνειρο. Ο Ντέιβ άνοιξε τα μάτια του. Χασμουρήθηκε και ανασήκωσε το κάθισμα του σε ορθή γωνία. Ένιωσε ένα περίεργο ανακάτεμα στο στομάχι του λόγω της προσγείωσης. Αεροδρόμιο Ρόκβιλ. Το αεροδρόμιο Ρόκβιλ ήταν περίπου εκατό χιλιόμετρα μακριά από το καινούριο τους σπίτι. Κατέβηκαν από το αεροπλάνο. Πήραν τις αποσκευές τους από τον ιμάντα και κάλεσαν ένα ταξί. Το αυτοκίνητο τους θα έφτανε στην Ουάσιγκτον σε δέκα μέρες με την μεταφορική εταιρία. Το ταξί ήρθε έξω από το αεροδρόμιο. Ο οδηγός κατέβηκε για να φορτώσει τις βαλίτσες στο αμάξι. Ο Τζον τον βοήθησε ενώ η Άλεξ με τον Ντέιβ κάθισαν στα πίσω καθίσματα. Μετά από μερικά λεπτά το ταξί ξεκίνησε για το Φορκς. Η διαδρομή ήταν ευχάριστη. Φτάνοντας λίγο πιο έξω από το Φορκς πρόσεξε το σκοτεινό δάσος που ερχόταν κατά μήκος του δρόμου. Ένιωθε σαν είχε ξαναδεί αυτό το δάσος. Θυμήθηκε. Ήταν το δάσος από τα όνειρα του. Ωστόσο δεν τον τρόμαζε. Πλέον είχε συμφιλιωθεί με τον λύκο. Δεν είχε λόγο να φοβάται τίποτα. Το ταξί έφτασε έξω από το νέο τους σπίτι. Ο Ντέιβ εντυπωσιάστηκε. Το σπίτι ήταν πολύ όμορφο. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Το κοίταξε καλύτερα.
~Μου αρέσει!~
Είπε στους γονείς του. Εκείνοι χάρηκαν που το άκουσαν. Κοίταξε ο ένας τον άλλον και χαμογέλασαν ξεφοτώνοντας τις βαλίτσες.

__________________________________

Αν σας άρεσε το 5ο κεφάλαιο πατήστε ☆!! Σχολιάστε γνώμες!

Κάτω από το Φεγγάρι Où les histoires vivent. Découvrez maintenant