Η Άλεξ και ο Τζον είχαν καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας. Το φαγητό είχε σερβιριστεί. Περίμεναν τον Ντέιβ. Ένα ωραίο καλοψημένο κοτόπουλο συνοδευμένο από ζουμερές πατάτες φούρνου. Στο τραπέζι υπήρχε ακόμη ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Άκουσαν το κλειδί του Ντέιβ να μπαίνει στην κλειδαριά της εξώπορτας. Μπήκε στην κουζίνα.
~Συνάντησα μερικούς συμμαθητές στο δρόμο, μου είπαν να πάμε για έναν τελευταίο καφέ εφόσον θα φύγουμε αύριο για Ουάσινγκτον.
Με αυτούς ήμουν σήμερα γι' αυτό άργησα~
Είπε με μια ανάσα προσπαθώντας να προλάβει το κήρυγμα των γονιών του. Όμως αυτοί κράτησαν εντελώς διαφορετική στάση απέναντι του.
~Δεν σε ρωτήσαμε γιε μου
χαλάρωσε! Κάθισε να φας.~
Είπε ο Τζον αφήνοντας το μισογεμάτο με κρασί ποτήρι του πάνω στο τραπέζι. Ο Ντέιβ ανακουφίστηκε και κάθισε. Αναρωτήθηκε όμως γιατί δεν είπαν τίποτα. Ήταν πολύ περίεργοι τον τελευταίο καιρό.Ένιωθε πως κάτι του κρύβουν.
~Λοιπόν μαμά, τι έγινε στην
δουλειά;~
Ρώτησε ο Ντέιβ προσπαθώντας να αλλάξει θέμα συζήτησης.
~ Μια χαρά, η παραίτηση μου έγινε
δεκτή! Δεν υπάρχει τίποτα να
μας κρατά εδώ πάρα μόνο οι
άφτιαχτες βαλίτσες στα δωμάτια
μας~
Τελείωσε το φαγητό του.
~ Χαίρομαι! Θα πάω στο δωμάτιο
μου να ξαπλώσω, είμαι κάπως
κουρασμένος~
Σκούπισε τα χείλη του με την χαρτοπετσέτα που υπήρχε δίπλα από το πιάτο του και κατευθύνθηκε προς της σκάλες για να ανέβει πάνω. Η Άλεξ αφού βεβαιώθηκε πως ο Ντέιβ βρίσκεται στον πάνω όροφο ξεκίνησε να συζητάει ψιθυριστά με τον σύζυγό της.
~Έχει αρχίσει, το βλέπεις έτσι;~
Του είπε με το άγχος να είναι ζωγραφισμένο στην φωνή της.
~Μα είναι αδύνατον. Τα σημάδια
εκδηλώνονται όταν φτάσουμε
δεκαοκτώ. Έχει ακόμα δύο χρόνια
μπροστά του!~
Της απάντησε έκπληκτος.
~Ίσως πάλι ο Ντέιβ να είναι μια
εξαίρεση. Και ίσως να είναι κάπως
πιο δυνατός από εμάς.~
Αναθεώρησε ο Τζον βάζοντας σε περισσότερες σκέψεις την σύζυγο του.
~Πιστεύεις οι γονείς σου στο Φορκς να μπορέσουν να μας
διαφωτίσουν σχετικά με την
κατάσταση του;~
Ξανά ρώτησε η Άλεξ. Ο Ντέιβ βρισκόταν στον πάνω όροφο. Δεν είχε μπει όμως στο δωμάτιο του. Είχε μείνει στο τελείωμα της σκάλας. Μόλις ξεκίνησαν να μιλάνε σκέφτηκε πόσο προβλέψιμοι ήταν και πόσο καλά τους ήξερε.
~Είμαι σίγουρος. Έχουν δει πολλά
τα μάτια τους όλα αυτά τα
χρόνια. Σταμάτα να αγχώνεσαι
τόσο και πάμε να ξαπλώσουμε,
είναι αργά.~
Την καθησύχασε ο Τζον και έσβησε τα φώτα. Ο Ντέιβ έτρεξε αθόρυβα στο δωμάτιο του. Σήκωσε το πάπλωμα και χώθηκε μέσα στο κρεβάτι παριστάνοντας πως είχε αποκοιμηθεί. Η Άλεξ άνοιξε την πόρτα του δωματίου του για να ρίξει μια ματιά. Μπήκε μέσα για να σβήσει την λάμπα στο κομοδίνο του όμως σκόνταψε στα παπούτσια του και έτσι ο Ντέιβ γύρισε πλευρό και κοίταξε την μητέρα του με ένα διαπεραστικο βλέμμα.
~Σε ξύπνησα; Συγγνώμη δεν το
ήθελα.~
Απολογήθηκε η Άλεξ. Ήταν φοβισμένη. Φοβόταν μην είχε ακούσει. Ήταν πολύ νωρίς για να μάθει. Εκείνος έτριψε τα μάτια του.
~Δεν πειράζει μαμά. Καληνύχτα.~
Τον φίλησε στο μέτωπο και πήγε να ξαπλώσει. Μόλις η Άλεξ βγήκε από το δωμάτιο πέταξε το πάπλωμα από πάνω του.Αναψε το το φωτιστικό στο κομοδίνο του και σηκώθηκε όρθιος. Ήταν πολύ αναστατωμένος. Τι του έκρυβαν οι γονείς του; Και τι εννοούσαν με το ότι ίσως είναι πιο δυνατός από αυτούς; Επίσης του είχαν πει πως οι παππούδες του ζούσαν στο Λονδίνο. Πώς βρέθηκαν στην Ουάσιγκτον; Προσπάθησε να χαλαρώσει. Είχε ένα προαίσθημα πως θα μάθαινε σύντομα τα πάντα. Ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι του. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να κοιμηθεί. Δεν μπόρεσε και έτσι τα ξανά άνοιξε. Κοίταξε ψηλά αλλά αντί να δει το ταβάνι του δωματίου του είδε τις κορυφές ψηλών δέντρων. Σηκώθηκε ξανά από το κρεβάτι του. Κοίταξε γύρω του. Δεν ήταν στο δωμάτιο του. Βρισκόταν σε ένα δάσος. Ένιωθε στις πατούσες του τα ξεραμένα φύλλα και το κρύο στην ατμόσφαιρα σε όλο του το κορμί. Άκουσε το ουρλιαχτό ενός λύκου. Φοβήθηκε.
~Όχι, όχι πάλι~
Είπε και ξέσπασε σε κλάματα.
Αυτή την φορά ακούστηκε ένα γρύλισμα. Γύρισε διστακτικά και αυτό που αντίκρισε τον τρόμαξε ακόμα πιο πολύ. Ήταν ο λύκος. Ο ίδιος μαύρος λύκος με τα κατακίτρινα μάτια που είχε δει στο πάρκο το ίδιο βράδυ, στεκόταν μπροστά του και τον έλουζε το ασημόλευκο φως του ολόγιομου φεγγαριού. Αυτή τη φορά τον παρατήρησε καλύτερα. Στο πίσω δεξί πόδι του υπήρχε ένα σημάδι. Μια ουλή. Ετοιμαζόταν ξανά να επιτεθεί. Το φοβισμένο παιδί γύρισε από την άλλη και ξεκίνησε να τρέχει. Το άγριο ζώο ούρλιαξε. Ξύπνησε. Ο Ντέιβ ξύπνησε πίσω στο κρεβάτι του καταϊδρωμένος.
~Τι περίεργο όνειρο.~
Μονολόγησε λαχανιασμένος. Ήπιε λίγο νερό από το ποτήρι που βρισκόταν στο κομοδίνο του και προσπάθησε να ξανά πέσει για ύπνο. Αύριο θα ήταν η μεγάλη μετακόμιση.Το τέταρτο κεφάλαιο θα ενημερωθεί σύντομα με τίτλο ~Φύγαμε;~. Αν σας άρεσε αυτό το κεφάλαιο πατήστε ☆

YOU ARE READING
Κάτω από το Φεγγάρι
WerewolfΟ Ντέιβ Νέλσον είναι ένας δεκαεξάχρονος μοναχικός έφηβος κάτοικος του Καναδά. Οι γονείς του, Άλεξ και Τζον Νέλσον, του ανακοινώνουν την μετακόμιση τους στο Φορκς, μια μικρή και μυστηριώδης πόλη στην Ουάσιγκτον. Η ζωή του Ντέιβ θα αλλάξει δραματικά μ...