~Η καταιγίδα~

162 31 12
                                    

Η νύχτα πέρασε αρκετά ήσυχα. Τα περίεργα όνειρά του δεν έκαναν την εμφάνισή τους, αφήνοντάς τον να κοιμηθεί ήρεμα μετά από την εξαντλητική μέρα που είχε περάσει. 10:30π.μ. Αφού έτριψε τα πρησμένα καστανοπράσινα ματιά του από τον ύπνο, πέταξε το σκουρόχρωμο πάπλωμα από πάνω του. Φόρεσε μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα. Στο δωμάτιο υπήρχε μια ευδιάκριτη σκοτεινιά. Ο Ντέιβ πλησίασε στο παράθυρο. Ο ουρανός είχε γεμίσει από γκρίζα σύννεφα, τόσο γκρίζα που πλησίαζαν την απόχρωση του μαύρου. Ήταν ζήτημα λεπτών οι πρώτες σταγόνες να πέσουν στην αρχή σιγά σιγά στο έδαφος, ενώ αργότερα να σκάνε με δύναμη σε αυτό λες και η μόνη τους έγνοια ήταν να το διαπεράσουν. Η γη είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει βροχή. Ο άνεμος έτρεχε με μανία μέσα από τα κλαδιά του σκοτεινού δάσους, κάνοντάς τα να χορεύουν σε ένα από τα πολλά άρυθμα τραγούδια της φύσης. Για τον Ντέιβ αυτός ήταν ο ορισμός για το τέλειο πρωινό ξύπνημα. Στεκόταν ακόμη μπροστά στο παράθυρο αγναντεύοντας τον σκοτεινό ουρανό. Ένωσε τα χέρια του και τα τέντωσε ευθεία μπροστά βγάζοντας μια πνιχτή, τραχιά κραυγή. Κατευθείνθηκε προς την πόρτα. Έπιασε το κρύο πόμολο και ένιωσε την δροσιά του να αναζωογονεί ολόκληρο το σώμα του. Ένιωθε περίεργα αυτές τις μέρες. Ένιωθε πιο ζωντανός. Ένιωθε κάθε αίσθησή του να λειτουργεί στο 100%. Κατέβασε το χερούλι της πόρτας μα δεν πρόλαβε να κάνει ούτε ένα βήμα ώστε να βγει έξω από το δωμάτιο. Η Λίλη στεκόταν όρθια ακριβώς μπροστά του με έναν δίσκο γεμάτο από ένα μεγάλο, πλούσιο πρωινό. Υπήρχε πάνω του ένα μπολ με φρέσκο γάλα. Λίγο παραδίπλα άλλο ένα μπολ με δημητριακά ολικής αλέσεως ενώ στην γωνία του μεγάλου δίσκου, ένα πιάτο με τέσσερα κομμάτια κέικ σοκολάτας. Στην απέναντι γωνία βρισκόταν ένα ποτήρι με φυσικό χυμό πορτοκαλί και από κάτω ένα κατακόκκινο ζουμερό μήλο. Η καρδιά του Ντέιβ ξεκίνησε να χτυπά γρήγορα και ακανόνιστα.
~Γιαγιά... με τρόμαξες.~
~Ω, γλυκέ μου δεν το ήθελα. Σου έφερα πρωινό στο δωμάτιο. Πρέπει να τρως καλά τώρα που...~
Ο Ντέιβ διαπίστωσε μια αμηχανία στην παύση διαρκείας της κομψά ντυμένης γιαγιάς του. Σήκωσε το δεξί του φρύδι δείχνοντας πως περίμενε ακόμη την συνέχεια της πρότασής της. Το χαμόγελο και η ευχάριστη διάθεση επέστρεψαν στο πρόσωπο της.
~...τώρα που βρίσκεσαι στην εφηβεία!~
Τελείωσε και ξεροκατάπιε χαμογελώντας. Ήταν εμφανές πως σκέφτηκε αρκετά ώστε να δώσει αυτή την απάντηση. Ο Ντέιβ πήρε στα χέρια του το μήλο από τον μεγάλο δίσκο που κρατούσε η Λίλη. Το έτριψε στην μπλούζα του και το δάγκωσε.
~Ναι γιαγιά. Στην εφηβεία.~
Της απάντησε ψυχρά κατεβαίνωντας στον κάτω όροφο. Τα πρώτα μπουμπουνητά είχαν ήδη αρχίσει να ακούγονται. Το αγόρι παρατήρησε πως στο σαλόνι και στο υπόλοιπο σπίτι επικρατούσε η ίδια ατμόσφαιρα με το σκοτεινό δωμάτιό του λόγω του καιρού. Στο σπίτι ήταν μόνο αυτός και η γιαγιά του. Ο Τζον με την Άλεξ είχαν βγει από το πρωί έξω κουβαλώντας τα βιογραφικά στην αγκαλιά τους, πηγαίνοντας από γραφεία σε γραφεία ψάχνοντας για δουλειά. Ήταν και οι δύο πολύ καλοί και έξυπνοι δικηγόροι. Το γραφείο του Τζον Νέλσον ήταν αρκετά φημισμένο στην πόλη Φρέντρικτον του Καναδά. Ο Άνταμς είχε αναλάβει χρέη σοφέρ. Θα επέστρεφαν πίσω πριν το μεσημεριανό δείπνο. Προχώρησε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο και γέμισε ένα ποτήρι δροσερό νερό. Αφού άδειασε το ποτήρι το άφησε πάνω στο αλλιώτικο μοντέρνο γυάλινο τραπέζι. "Πάλι η Λίλη έβαλε το χεράκι της", σκέφτηκε. Η γιαγιά του πότε δεν συμφώνησε με το γούστο της μητέρας του όσον αφορά την διακόσμηση του σπιτιού και το ντύσιμο της. Πήρε μια απότομη ανάσα λες και μόλις είχε βγει στην επιφάνεια της θάλασσας από μια βαθιά, πολύωρη βουτιά. Έπρεπε να μιλήσει στην Κάθριν. Να της εξηγήσει γιατί την άφησε μόνη στην μέση του δρόμου και ξεκίνησε να τρέχει σαν παλαβός ξανά στο σπίτι του. Η λογική επέστρεψε στο μυαλό του. Τι ακριβώς να της έλεγε; Δεν μπορούσε να της πει τι του συμβαίνει. Θα τον περνούσε για τρελό. Έπρεπε όμως να ζητήσει συγγνώμη για την αγενής συμπεριφορά του. Βγήκε από την κουζίνα. Φόρεσε τα ρούχα του στο δωμάτιο του, πήρε μια ομπρέλα και βγήκε έξω. Η βροχή είχε ξεκινήσει και δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Άνοιξε την ομπρέλα του και ξεκίνησε να περπατάει. Ήταν ένας φράχτης μακρυά. Έφτασε στο σπίτι της. Περίμενε μπροστά από την πόρτα.
~Γεια Κάθριν! Μμ, όχι όχι. Κάθριν συγγνώμη για την ενόχληση. Μπα , πολύ επίσημο.~
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόβα για την εισαγωγή του, η Κάθριν Μπρένερ άνοιξε την πόρτα.
~Ντέιβ;~
~Καλημέρα ενοχλώ;~
Της είπε ενώ καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή από την τρομάρα για δεύτερη φορά εκείνη την μέρα.
~Εννοείται πως όχι, πέρασε μέσα~
Περνώντας το κατώφλι, παρατήρησε την ίδια σκοτεινιά και την ίδια ησυχία με το δικό του σπίτι.
~Είμαστε μόνοι;~
~Εμ, ναι. Οι δικοί μου έχουν βγει για εξωτερικές δουλειές. Έγινε κάτι; Είσαι καλά;~
Το αγόρι ξεροκατάπιε και ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Με την ερώτησή της το έκανε ακόμη πιο δύσκολο. Παρόλα αυτά όμως ξεκίνησε να μιλά.
~Για την ακρίβεια... Κάθριν, ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για χθες. Δεν συνηθίζω να αφήνω τους φίλους μου στην μέση του δρόμου και να φεύγω τρέχοντας.~
Καθώς τον άκουγε, η Κάθριν γούρλωσε τα σκουρόχρωμα καστανά μάτια της και ξέσπασε σε γέλια. Ο Ντέιβ έγειρε ελαφρώς το κεφάλι του δεξιά και σούφρωσε τα φρύδια του κοιτάζοντάς την. Τι ήταν τόσο αστείο;
~Ντέιβ... αλήθεια τώρα;
Πίστεψες πως θα θύμωνα με ένα
τόσο ασήμαντο περιστατικό;~
Του απάντησε ενώ συνέχισε να γελάει με αυτό το πλατύ και όμορφο χαμόγελο που είχε. Προχώρησε και κάθισε στον καναπέ του σαλονιού της. Ο Ντέιβ την ακολούθησε σαστισμένος και κάθισε δίπλα της.
~Είναι όλα καλά, εντάξει;
Είμαστε καλά. Δεν υπήρχε
περίπτωση να θυμώσω για κάτι
τέτοιο.~
Συνέχισε χαμογελώντας. Εκείνος την κοίταξε και ανταπέδωσε το χαμόγελο. Πέρασαν μερικά λεπτά χωρίς να μιλήσει κάποιος από τους δύο. Η Κάθριν πήρε το τηλεκοντρόλ στο χέρι της και άνοιξε την 48 ιντσών τηλεόραση που ήταν στερεωμένη στον τοίχο του σαλονιού.
~Λοιπόν, θέλεις να βγούμε μια
βόλτα το απόγευμα; Να πάμε για
έναν καφέ; Σε δύο μέρες τα
σχολεία θα ανοίξουν. Δεν θα
μπορούμε να βγαίνουμε συνέχεια.~
Είπε το αγόρι σπάζοντας την ησυχία που υπήρχε στην ατμόσφαιρα.
~Ναι εννοείται! Θέλεις να
περάσεις να με πάρεις γύρω στις
οχτώ;~
Ο Ντέιβ σηκώθηκε όρθιος και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα.
~Ναι κατά τις οχτώ είναι καλά!
Πρεπει να γυρίσω σπίτι όμως
τώρα. Δεν ειδοποίησα πως θα
λείψω και όπου να ναι 'ναι θα
επιστρέψουν οι δικοί μου για το
μεσημεριανό. Θα τα πούμε σε
λίγες ώρες.~
~Πήγαινε ναι. Οχτώ θα είμαι
έτοιμη και θα σε περιμένω.~
Την χαιρέτησε γρήγορα και έφυγε βιαστικά.
Έφτασε στο σπίτι του. Ήταν το ίδιο σκοτεινό με πριν. Η βροχή δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Έβγαλε τα μουσκεμένα παπούτσια του και προχώρησε στη σκάλα.
~Γιαγιά. Γύρισα! Πήγα για λίγο
δίπλα στο σπίτι της Κάθριν.~
Φώναξε εξηγώντας στην Λίλη τον λόγο της απουσίας του. Όμως δεν έλαβε καμιά απάντηση.
~Γιαγιά;~
Ξαναφώναξε όμως πάλι δεν υπήρξε ανταπόκριση. "Ίσως έχει επισκεφθεί κάποια δημοπρασία..." σκέφτηκε καθησυχάζοντας τον εαυτό του. Η Λίλη Νέλσον
κυνηγούσε σαν τρελή αντίκες μεγάλης αξίας. Ειδικά έπιπλα και διακοσμητικά τις δεκαετίας του 1830. Καθώς ανέβαινε την σκάλα πέρασε μπροστά από το παράθυρο που κοιτούσε στην πίσω αυλή. Με την άκρη του ματιού του παρατήρησε μια φιγούρα. Έτσι ξαναγύρισε πίσω και κοίταξε καλύτερα. Το αίμα του πάγωσε. Ήταν η Λίλη. Η γιαγιά του βρισκόταν έξω στην βροχή. Στεκόταν μπροστά στον φράχτη και τον χτύπαγε με μανία. Ο Ντέιβ πισωπάτησε ενώ συνέχιζε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Ξαφνικά η γιαγιά του σταμάτησε ότι έκανε και έμεινε ακίνητη. Τα χέρια της είχαν γεμίσει πληγές και το αίμα της ανακατευόταν με το βρόχινο νερό. Γύρισε αργά και τον κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα της ήταν άδειο, κενό. Ξεκίνησε να τρέχει προς το σπίτι.

____________________________________
Το 10ο κεφάλαιο είναι επιτέλους έτοιμο... Αν σας άρεσε ψηφίστε ☆ και σχολιάστε μου την γνώμη σας!!😉🐺

Κάτω από το Φεγγάρι Donde viven las historias. Descúbrelo ahora