~Φύγαμε;~

419 82 18
                                    

Το ίδιο βράδυ οι εφιάλτες του Ντέιβ συνεχίστηκαν, με αποτέλεσμα να ξυπνάει κλαίγοντας μέσα στην νύχτα εξαιτίας του μαύρου άγριου πλάσματος. Την τελευταία φορά φοβήθηκε τόσο πολύ που ούρλιαξε δυνατά. Ο πατέρας του ξύπνησε και έτρεξε απευθείας στο δωμάτιο του. Τον πήρε στην αγκαλιά του και τον καθησύχασε. Όταν βεβαιώθηκε πως είναι καλύτερα γύρισε ξανά στο κρεβάτι του δίπλα στην Άλεξ και τον άφησε να χαλαρώσει και να ξανακοιμηθεί. Εννιά το πρωί. Οι αχτίδες του ήλιου μπήκαν από το παράθυρο του δωματίου του και έλουσαν το πρόσωπο του. Ο Ντέιβ ανοιγόκλεισε δύο φορές τα μάτια του. Ανασήκωσε το μαξιλάρι και
ακούμπησε πάνω του. Κοίταξε από το παράθυρο τον γαλάζιο ουρανό. Τα σύννεφα είχαν υποχωρήσει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και προχώρησε προς το μπάνιο. Βουρτσίσε τα δόντια του και ξεκίνησε να πλένει το πρόσωπο του. Αφού τελείωσε από το μπάνιο γύρισε ξανά στο δωμάτιο του για να ετοιμάσει τις βαλίτσες για την μετακόμιση. Η μέρα της μετακόμισης, σκέφτηκε. Χαμογέλασε. Ξεχώρισε ένα τζιν παντελόνι και μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα και ξεκίνησε να διπλώνει το ένα ρούχο μετά το άλλο ώσπου τελείωσε. Τοποθέτησε τις βαλίτσες όρθιες στο πάτωμα. Η Άλεξ χτύπησε την πόρτα.
~Γλυκέ μου καλημέρα, είσαι
έτοιμος; Η μεταφορική φορτώνει
και τα τελευταία.~
Είπε η Άλεξ με έναν ευχάριστο τόνο.
~Σε μισό λεπτό κατεβαίνω μαμά.~
Της απάντησε ο Ντέιβ. Έβγαλε το λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι και την μαύρη φόρμα που φορούσε στον ύπνο και έβαλε την αλλαξιά που είχε τοποθετήσει προηγουμένως πάνω στην καρέκλα του γραφείου. Έβαλε τα παπούτσια του και έσυρε τις βαλίτσες του από την ειδική λαβή στον κάτω όροφο. Κοίταξε το άδειο σπίτι. Είχε πολλές αναμνήσεις από αυτό. Σε εκείνη την σκάλα όταν ήταν δώδεκα χρονών έπεσε και έβγαλε τα δύο μπροστινά του δόντια. Μπροστά από το τζάκι είχε καθίσει με τους δικούς του συζητώντας το πως εκείνοι γνωρίστηκαν. Όταν ακουγόταν ο περίεργος θόρυβος από το πλυντήριο στο μπάνιο, έτρεχε στο κρεβάτι της μητέρας του. Εκείνη τον έπαιρνε αγκαλιά και του χάϊδευε τα μαλλιά μέχρι να τον πάρει και πάλι ο ύπνος. Οι γονείς του τον περίμεναν έξω. Άνοιξε την πόρτα και ξανακοίταξε το σπίτι για τελευταία φορά. Ο Τζον πάτησε την κόρνα του αυτοκινήτου.
~Ντέιβ Νέλσον θα χάσουμε την
πτήση!~
Ο Ντέιβ έτρεξε βιαστικά στο αυτοκίνητο. Ο πατέρας του τον βοήθησε με τις βαλίτσες και εκείνος κάθισε στο πίσω κάθισμα. Έβαλε την ζώνη του. Η Άλεξ καθόταν στην θέση του συνοδηγού.  Ο Τζον έβαλε το κλειδί στην μίζα του αυτοκινήτου.
~Φύγαμε;~
Ρώτησε με έναν τρόπο σαν να ξεκίναγε μια νέα αρχή από την στιγμή που πατούσε το πόδι του στο πετάλι του οχήματος. Ο Ντέιβ αντάλλαξε μία ματιά με την μητέρα του.
~Φύγαμε.~
Είπαν ταυτόχρονα και οι δύο.
____________________________________

Το γνωστό αστεράκι ☆ και σχολιάστε γνώμες γενικά για την πορεία της ιστορίας!

Κάτω από το Φεγγάρι Where stories live. Discover now