~Το ήρεμο τραγούδι~

342 58 22
                                    

Ο Άνταμς και η Λίλη Νέλσον στέκονταν μπροστά του με το βλέμμα της επανένωσης στα πρόσωπα τους. Ο Ντέιβ διατήρησε την ψυχραιμία του. Είχε ακούσει τους γονείς του να λένε πως οι παππούδες του βρίσκονταν στο Φορκς όμως δεν περίμενε να κάνουν τόσο γρήγορα την εμφάνιση τους. Ο Άνταμς, άφησε τις βαλίτσες μπροστά στην εξώπορτα και αγκάλιασε τον εγγονό του.
Στην συνέχεια ο Ντέιβ δέχτηκε ένα τσίμπημα στο μάγουλο από την γιαγιά του.
~Ντέιβ, ποιος είναι;~
Ρώτησε η Άλεξ με γεμάτο το στόμα από το τελευταίο κομμάτι της πίτσας. Ο Ντέιβ αφού πήρε τα παλτά των παππούδων του, τους οδήγησε στο σαλόνι.
~Άνταμς; Λίλη;~
Έκανε η Άλεξ έκπληκτη αφήνοντας το πιάτο που κρατούσε πάνω στο μοντέρνο ξύλινο τραπέζι του σαλονιού. Σηκώθηκε να τους χαιρετήσει. Ο Τζον κοιτούσε τους γονείς του από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν περήφανος γι' αυτούς. Η μητέρα του ήταν όπως πάντα κομψή. Τα άσπρα ίσια μαλλιά της έφταναν μέχρι τους ώμους της ενώ τα αυτιά της στόλιζαν ένα ζευγάρι λευκά μαργαριτάρια. Η Λίλη, είχε διαφορετικό ζευγάρι σκουλαρίκια για κάθε μέρα τα οποία δεν αποχωριζόταν ούτε μέσα στο σπίτι. Το φούξια ταγιέρ που φορούσε της πρόσθετε ακόμα περισσότερο κύρος. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα του στον πατέρα του. Ο Άνταμς φαινόταν ίδιος και απαράλλαχτος. Είχε ντυθεί αρκετά επίσημα φορώντας ένα μαύρο σακάκι με ένα μαύρο παντελόνι. Γύρω από τον λαιμό του έπεφτε μια γκρι γραβάτα. Η Άλεξ συμμάζεψε τα πορσελάνινα πιάτα του φαγητού που βρίσκονταν στο τραπέζι και σέρβιρε από ένα ποτήρι κρασί στους επισκέπτες τους.
~Λοιπόν; Πώς ήταν το ταξίδι
σας;~
Ρώτησε ο Τζον τους γονείς του. Ο Άνταμς ήπιε μια γουλιά από το κρυστάλλινο ποτήρι, το άφησε στο τραπέζι και απάντησε.
~ Αρκετά ξεκούραστο~
Ο Ντέιβ καθόταν στην γωνία του τριθέσιου καναπέ αγκαλιά με ένα μαξιλάρι και παρακολουθούσε το κακοστημένο θέατρο που έπαιζε η οικογένεια του μπροστά στα μάτια του. Αν και η συμπεριφορά του πολλές φορές ήταν οξύθυμη και παρορμητική θεώρησε σωστό να μην αποκαλύψει το ότι ήξερε για την διαμονή των παππούδων του στο Φορκς. Άρχισε να ιδρώνει. Σταγόνες έτρεχαν από το μέτωπό και κυλούσαν στο πρόσωπο του. Ήταν έτοιμος να εκραγεί. Τόση κοροϊδία. Τώρα εξηγείται γιατί δεν είχαν ταξιδέψει ποτέ ως το Λονδίνο για να τους επισκεφθούν. Ποτέ δεν έμεναν εκεί. Όμως γιατί; Γιατί να του πουν ένα τόσο ανούσιο ψέμα; Πήρε μια βαθιά ανάσα. Σηκώθηκε όρθιος και διέκοψε την συζήτηση.
~ Θα πάω μια βόλτα. Θέλω να
πάρω λίγο αέρα.~
Φόρεσε την ζακέτα του και έβαλε τα κλειδιά του καινούριου του σπιτιού, στην τσέπη του τζιν παντελονιού του.
~Είναι λίγο αργά.~
Του απάντησε ο παππούς του δείχνοντας το ενδιαφέρον του γι' αυτόν.
~ Δεν θα αργήσω πολύ.~
Είπε ο Ντέιβ κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ανέβασε το φερμουάρ της ζακέτας μέχρι το στέρνο. Στην ατμόσφαιρα υπήρχε αρκετή υγρασία.
~Λέτε να κατάλαβε κάτι;~
Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε γρήγορα πίσω του. Άκουσε τον Τζον να μιλάει μέσα από το σπίτι. Ήταν περίεργο. Ήταν λες και ο πατέρας του, μιλούσε δίπλα στο αυτί του. Πήγε πιο κοντά στην πόρτα για να ακούσει καλύτερα αν και άκουγε εντελώς καθαρά την φωνή του. Μέσα στο σπίτι ο Άνταμς με το ένα του χέρι έκλεισε το στόμα του γιου του και με το άλλο έβαλε το δάχτυλο του μπροστά στο στόμα του δείχνοντάς τους να κάνουν όλοι ησυχία. Περπάτησε μερικά βήματα και άνοιξε την πόρτα απότομα. Ευτυχώς τα αντανακλαστικά του Ντέιβ τέθηκαν γρήγορα σε λειτουργία και προσποιήθηκε πως έψαχνε ένα κέρμα που του είχε πέσει.
~Ψάχνεις κάτι;~
Τον ρώτησε ο παππούς του με σταυρωμένα τα χέρια.
~ Ναι μου έπεσε ένα κέρμα και
έμεινα να το ψάξω. Θέλω να πάρω
εναν χυμό να πιω στην διαδρομή.~
Ο Άνταμς έβαλε το χέρι στην τσέπη του, έβγαλε ένα δολάριο και του το έδωσε. Ο Ντέιβ χαμογέλασε νευρικά. Είπε ευχαριστώ στον παππού του και εκείνος έκλεισε την πόρτα. "Πάρα τρίχα", σκέφτηκε σκουπίζωντας το μέτωπο του με το μανίκι της ζακέτας του και ξεκίνησε να περπατά. Τελικά μετά απο λίγα βήματα έμεινε στάσιμος έξω από το σπίτι του. Το άκουσε πάλι. Το ίδιο τραγούδι. Το πιάνο μαζί με την κιθάρα. Το φως της πόρτας από το διπλανό σπίτι άναψε. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε η Κάθριν Μπρένερ κρατώντας μια σακούλα σκουπιδιών.
~Κάθριν!~
Της φώναξε ο Ντέιβ. Εκείνη τον είδε και πλησίασε σ' αυτόν.
~Τι κάνεις τέτοια ώρα έξω;~
Τον ρώτησε γεμάτη περίεργα.
~Απλώς βγήκα μια βόλτα.~
~Θέλεις παρέα;~
Τον ξανά ρώτησε ευγενικά κλείνοντας του το μάτι. Εκείνος χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά. Προχώρησαν μαζί στο πεζοδρόμιο. Ο Ντέιβ εξακολουθούσε να ακούει το ήρεμο τραγούδι πιο έντονα. Άρχισε να πιστεύει πως τρελένεται. Παρατήρησε πως η Κάθριν φορούσε ένα από τα ακουστικά της.
~Μπορώ να ακούσω;~
Την ρώτησε ευχόμενος να απαντήσει θετικά. Ήθελε να βγάλει από τα αυτιά του αυτό το τραγούδι που άκουγε συνεχώς εκείνο το βράδυ.
~Ναι, αμέ~
Ο Ντέιβ ανακουφήστικε και έβαλε το άλλο ακουστικό στο δικό του αυτί. Έμεινε έκπληκτος καθώς άκουγε το τραγούδι που έπαιζε το τηλέφωνο της Κάθριν. Η Κάθριν αφού παρατήρησε την έκφραση στο πρόσωπο του τον ρώτησε.
~Δεν σου αρέσει;~
~Εμ, όχι. Θέλω να πω ναι! Ναι
ειναι πολύ ωραίο. Απλώς κάτι μου
θυμίζει.
Της απάντησε σαστισμένος.

____________________________________
Το 8ο κεφάλαιο επιτέλους δημοσιεύθηκε! Ψηφίστε ☆ και σχολιάστε την γνώμη σας! ✌

Κάτω από το Φεγγάρι Donde viven las historias. Descúbrelo ahora