ο θάνατος

992 119 1
                                    

Ο τζεικομπι ηταν γονατιστός μπροστά στον αρχηγό της φυλής των λύκων και άκουγε τις προσευχές που έκαναν για εκείνον .
<< τζεικομπι είσαι έτοιμος να πεθάνεις για μια θνητή; Να φύγεις απο αυτόν τον κόσμο σαν να μην γεννήθηκες ποτέ;
Ειπε με βαρύ τόνο ο αρχηγός .
ο τζεικομπι Όμως προσπαθουσε να σκεφτεί το γιατί δεν την σκότωνε να σώσει το τομάρι του; γιατί δεν της έβγαζε την καρδιά ;
Έφερε μια εικόνα στο μυαλό του. μια εικόνα της ,που την έβλεπε να τρέχει χαρούμενη με ενα άσπρο φόρεμα, να γελάει, με τα μαλλιά της μακρια ως την μέση ξυπόλητη σαν παιδί.
κι ύστερα ο τζεικομπι σκέφτηκε έναν άντρα να τρεχει πίσω της, έναν άντρα που θα την αγκαλιάζει σφιχτά, εναν άντρα που θα του λέει σ'αγαπώ. Κι αυτό ήταν αρκετό ώστε να τον ταρακουνήσει.
Με μιας πετάχτηκε επάνω μπροστά σε ολους, και αρχισε να φεύγει απο το πλήθος των λύκων καταφέρνοντας να φτάσει στην καλύβα του. Ύστερα άνοιξε με άγριο τρόπο ενα μπουκάλι ουίσκι και άρχισε να το πίνει όλο μονορούφι.
Σπάζοντας τα πάντα από δίπλα του
Σκούπισε με μιας τα δάκρυα που κυλούσαν απο τα καφέ του ματια κι έπεσε στα γόνατα ανήμπορος να πάψει να σκέφτεται την εικόνα της Μαρίας με έναν άλλον.
<< ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊΣ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΗΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΑΝΑΘΕΜΑ, ΣΕ ΣΑΓΑΠΑΩΩΩΩΩΩ ΟΣΟ ΤΙΠΟΤΑ ΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ....
φώναζε σ'αγαπώ σε δύο τοίχους ,αλλά όχι στην ίδια ..
Απότομα η πόρτα της καλύβας του Χτύπησε Κι ο αρχηγός έφερε ενα δοχείο με αίμα απο τους προγόνους του ,έβγαλε την μπλούζα του τζεικομπι και άρχισε να χαράζει ρουνους πανω του .
<< παιδί μου αν αυτό είναι το Τέλος πες μου τι επιθυμία έχεις
<< ειμαι ο τζεικομπι ο λύκος που άλλαξε Για να βρει το πεπρωμένο του, κι επιθυμία μου είναι να μην της κάνετε ποτέ κακο ..
Στα Τελευταία λόγια η φωνή του έσπασε.
<< αρχηγε μου, μην μου την πειράξετε ποτέ αλλιώς δεν θα αναπαυθει η ψυχή μου..
<<έχεις τον λόγο μου τζεικομπι, η Μαρία θα είναι ασφαλής..
Ο τζεικομπι γονάτισε τότε ως δείγμα ευγνωμοσύνης και μετά κατευθύνθηκε στην πλατεία όπου άναψε η φωτιά .
όλοι οι Λύκοι έβλεπαν τον ουρανό και περίμεναν την πανσέληνο.
Ο τζεικομπι πάλι κάθισε σε μια μεριά κοιτάζοντας την φλόγα.
<< φεγγάρι σ αγαπούσα περισότερο απο τον καθένα όσπου γνώρισα κάτι πιο ωραίο απο εσένα, εκείνη,αλλά και παλι σ αγαπούσα,Τώρα έγινες η δεύτερή μου αγάπη,διότι πλέον η Μαρία είναι η ζωή μου ,και για χάρη της έρχομαι κοντά σου τελικά, εσύ νικησες Στο τέλος .
Μόνο να μου την προσέχεις μου το χρωστάς.....

Το Κορίτσι Του ΛύκουWhere stories live. Discover now