το μισος ♥

1K 118 1
                                    

Η Μαρία έπλενε τα ρούχα του αδερφού της με μανία, ώσπου τα χέρια της κόντεψαν να ματώσουν.
έκανε ασταμάτητα δουλειές ,και έραβε κάθε ρούχο.
Ενώ βγαίνοντας  εξω έπαιρνε αέρα, κι ύστερα, ξάπλωνε σαν να μην έζησε το σήμερα ποτε της.
έκλεινε τα ματια της σαν να πέρναγε το ίδιο και ίδιο κάθε μέρα. πως μπορούσε να ανασαίνει ξερωντας οτι, ότι είχε αγαπήσει, την μισούσε, όταν εκείνη το μόνο που ήθελε να καταφέρει ήταν  να τον βοηθήσει.
θα σκοτώνονταν για εκεινον ,αλλά ο τζεικομπι δεν το σκέφτηκε καν αυτό, απλα πήρε το μαχαιρι και βιάστηκε να κρίνει.
στα χέρια της κρατούσε ενα ποτήρι γεμάτο τσάι, αλλά απο την νευρικότητα το έχυσε πανω της,κι αγανακτωντας έβαλε δυνατά κλάματα, αρχίζοντας να σπάει οτι έβρισκε μπροστά της.
ο μικρός αδερφος της Μαρίας κατέβηκε από το επάνω πάτωμα, βλέποντας την αδερφή του ,να παλεύει γεμάτη υστερία,με τον ίδιο της τον εαυτό, η Μαρία δεν ήθελε να τον γεμίσει με δικές της έννοιες, γιαυτό και βγήκε εξω στον παγωμένο καιρό.
η ανάσα της έβγαινε σαν καπνός απο την παγωνιά, αλλά εκείνη το μονο που έκανε ηταν να ξαπλώσει στο έδαφος, και να πασχίζει να ανασανει, ηταν λες και τα πνευμόνια της είχαν κλείσει, νιώθοντας πως άρχισε να χάνετε ,πως τα πόδια της μουδιαζαν.
και απότομα σκοτάδι....
δεν ενιωθε τίποτα, αραγες είχε πεθανει;
Όταν αισθάνθηκε δυο χέρια να την κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά τους.
τελικά δεν πέθανε, ήξερε το πως ζούσε!!! γιατί αυτά τα χέρια ηταν δικά του, απο τον τροπο που χτύπαγε η καρδιά του τον ένιωθε,  τον αγαπούσε .
Και οι σκέψεις της αποτομα σταμάτησαν ,όταν με φόρα την πέταξε κάτω.
Η μαρια άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία, αντικριζοντας τον ,ηταν βρεγμένος ,τα μαύρα του μαλλιά έπεφταν ανακατα στο προσωπο του, ενώ το πουκάμισο του είχε ανοίξει.
<< σενιοριτα πάλι μπροστά μου?
<< τζεικομπι!!! Άκουσε με - εγώ ...
<<πάψε δεν θέλω ανόητα λογια, ήθελες να με σκοτώσεις, και ξες κάτι;  κουραστικα να τρεχω πίσω σου, σαν σκυλάκι ,είμαι λύκος, και πλεον δεν εχεις προστασία, αν μπορείς βγαλτα πέρα μονη ακούς;
<< ξες και εσυ κάτι;  Αν νοιαζοσουν, θα με ακουγες οποτε Άκου αυτό τώρα ΑΝ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΘΑ ΚΑΤΣΩ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΕΤΣΙ ΕΙΣΕ ΓΕΛΑΣΜΕΝΟΣ ΑΚΟΥΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ ΝΑ ΚΑΤΗΓΩΡΕΙΣ ΕΜΕΝΑ ΓΙΑΚΑΤΙ ΤΕΤΕΙΟ όταν εσύ μου έκανες τόσο κακο και παρόλο το κακο εγώ εγώ ...
Έσπασε σε κλάματα και αρχισε να τρέχει μακρια του έτρεχε ασταμάτητα δίχως ανάσα και όταν έφτασε στο καταφύγιο της καλύβας της έπεσε όσο ποιο βαθιά μέσα της πνίγηκε με τα ίδια της τα δάκρυα όχι για τα ακαρδα λογεια του αλλά λογο του οτι δεν του Ειπε σαγαπω

Το Κορίτσι Του ΛύκουWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu