Κεφάλαιο 8

1.9K 253 84
                                    

''Θεέ μου, όχι... Δεν μπορεί!'' αναφωνεί η Γαβριέλα γεμάτη φόβο και αγωνία καθώς  η αγαπημένη της ανιψιά δεν βρίσκεται στο αυτοκίνητο ούτε και  τριγύρω. Παίρνει δύο βαθιές ανάσες και σκουπίζει τα δάκρυά της και να περιπλανιέται προς το πάρκο. 

Φόβος μία λέξη απλή με μόνο τέσσερα γράμματα... Πόσα συναισθήματα μπορεί να κρύβει μόνο μία λέξη;  Ο άνθρωπος όταν φοβάται τρέμει, η καρδιά του χτυπάει γρήγορα, δυνατά και ασυνήθιστα... Ο φόβος που διακατέχει έναν άνθρωπο όταν χάνει κάποιον αγαπημένο του είναι διαφορετικός... με τα ίδια συμπτώματα μα απόλυτα διαφορετικός... Τον κατακλύζουν άλλα συναισθήματα!

Η Γαβριέλα προχωράει κατά μήκος του πάρκου ώσπου βλέπει μία παιδική χαρά χωρίς κανένα παιδί να παίζει εκεί, είναι έτοιμη να επιστρέψει στο αυτοκίνητό της αλλά διακρίνει την μορφή της Γεωργίας. Χωρίς να χάσει χρόνο τρέχει προς το μέρος της, μόλις έφτασε κοντά της χωρίς να αναπνεύσει την αρπάζει και την βάζει στην αγκαλιά της.

''Μη-Μην το- το ξανακάνεις ΠΟ-ΠΟΤΕ!'' Της ψιθύρισε και έπαιρνε ανάσες για να επανέλθει η αναπνοή της κανονικά, την έσφιξε πάνω της και της φίλησε τρυφερά το μέτωπο. Σηκώθηκε από το γρασίδι όπου είχε πέσει μαζί με το μικρό κορίτσι καθώς έτρεχε για να την φτάσει, της έπιασε απαλά το χεράκι της και προχωρούσαν αμίλητες.

''Δεν-δεν να απ-απλα εγ-εγω...'' πήγε να συνεχίσει η μικρή Γεωργία μα την διέκοψε η θεία της, δεν ήθελε να της εξηγήσει τίποτα σημασία είχε που την είχε δίπλα της και δεν θα έχανε τον χρόνο της άσκοπα ρωτώντας ανούσιες ερωτήσεις... Ούτε μπορούσε να βλέπει το μικρό της ανιψάκι να θέλει να της εξηγήσει έτοιμο να κλάψει της έκανε νόημα να σταματήσει να μιλάει και μπήκαν στο αμάξι. Η Γαβριέλα άφησε μία κραυγή ανακούφισης και ξεκίνησε για το σπίτι του Τεο.

Την ώρα που έφτασαν έξω από το σπίτι μαζί με αυτές πρόσεξαν και την Ελπίδα η οποία μόλις ετοιμαζόταν να χτυπήσει το κουδούνι για να της ανοίξουν, η Γεωργία έβγαλε βιαστικά την ζώνη της άνοιξε την πόρτα  και έτρεξε προς το μέρος της, την αγκάλιασε η Ελπίδα της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα.

''Που ήσουν ρε μικρό;'' την ρώτησε γελώντας και η μικρή Γεωργία την κοίταξε με μισό μάτι, δεν ήθελε να την αποκαλούν έτσι, το ήξερε η Ελπίδα και την πείραζε... Το μικρό καστανόξανθο κορίτσι της έβγαλε γλώσσα και την κοίταξε δήθεν θυμωμένα.

''Βόλτα! Εσύ που ήσουν μικρό;'' είπε ειρωνικά  η μικρή γαλανομάτα και η Γαβριέλα που μόλις πλησίασε την άκουσε και έβαλε τα γέλια καθώς κοιτάχτηκε στιγμιαία με την Ελπίδα. Η Γαβιέλα άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά της και η Γεωργία μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι...  η Ελπίδα έκανε πως την κυνηγούσε και έτρεχε από πίσω της με σκοπό να την γαργαλήσει και ο μικρός καστανόξανθος άγγελος τσίριζε με την γαλήνια φωνή του. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα η μικρή Γεωργία καθώς έτρεχε και κοιτούσε πίσω της, συγκρούστηκε με κάποιον στην αρχή τρόμαξε αλλά μόλις τα δυο του χέρια την ανέβασαν ψηλά άρχισε να τσιρίζει χαρούμενα.

Η Δύναμη της ΕυτυχίαςWhere stories live. Discover now