Κεφάλαιο 1

8.9K 442 4
                                    

Η Μαριάννα άνοιξε διάπλατα το παραθυρόφυλλο του δωματίου της. Ένα ηλιόλουστο, ζεστό Λονδίνο, ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να δει. Και όμως η μέρα ήταν ζεστή και οι ακτίνες του ήλιου χάιδεψαν την επιδερμίδα της, σαν πιστοί καλοί φίλοι που την ακολούθησαν στο ταξίδι της από την Ελλάδα.

Γύρισε προς το κομοδίνο της και έστειλε ένα φιλάκι στην φωτογραφία του Κυρ Δημήτρη. Αυτός ο καλοσυνάτος άνδρας ήταν η αιτία του ταξιδιού της, και νοερά φαντάστηκε το πνεύμα του να είναι μαζί της στη σημερινή συνάντηση που θα είχε. Άλλωστε πάλευε επί τρεις μήνες να κλίσει το πολυπόθητο ραντεβού με τον Αλεξάντερ Στόουν.

«Αχ βρε κυρ Δημήτρη, αν δεν ήταν η τελευταία σου επιθυμία να βρω προσωπικά τον Κύριο Σπουδαίο, σιγά μην έκανα όλο αυτόν το δρόμο. Και τα έξοδα; Που βάζεις τα έξοδα;» Η Μαριάννα έκλεισε στη φωτογραφία το μάτι, όπως συνήθιζε να το κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια στον ίδιο τον κυρ Δημήτρη. 

Το χτύπημα στην πόρτα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν έφτασε στο ξενοδοχείο ήταν να δώσει το καλό μαύρο ταγιέρ της για φρεσκάρισμα και τώρα μια από τις καμαριέρες της το είχε φέρει ακριβώς την ώρα που της είχαν υποσχεθεί. 

Αφού ευχαρίστησε την κοπέλα δίνοντάς της ένα γενναίο μπουρμπουάρ, κοίταξε το ρούχο της με επιδοκιμασία. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Επαγγελματικό, φινετσάτο και θηλυκό χωρίς να είναι καθόλου προκλητικό. Μάζεψε τα καστανά μαλλιά της κότσο, φόρεσε πρώτα τη φούστα, μετά το σακάκι και τέλος τις ψηλοτάκουνες γόβες της. 

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τρόμαξε να αναγνωρίσει τον εαυτό της. Το ταγιέρ είχε κόψιμο της δεκαετίας του ‘40 και αγκάλιαζε το σώμα της με απόλυτη ακρίβεια. Τα τραβηγμένα μαλλιά της αποκάλυπταν το αρμονικό της πρόσωπο και τα λαμπερά, μελιά μάτια της. Δεν ήταν όμως μια οικία εικόνα.

«Μάλιστα!» μονολόγησε. «Έτσι πρέπει να φαίνομαι σε μια επαγγελματική συνάντηση... Δε νομίζω! Αφού είναι να πιω αυτό το πικρό ποτήρι, ας το πιω όντας ο εαυτός μου!» 

Έβγαλε τη φούστα και το σακάκι, πέταξε τις γόβες με παιδιάστικο ενθουσιασμό και  έλυσε τα μαλλιά της. 

Μετά από δέκα λεπτά ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε στον εαυτό της. Ήταν ντυμένη στα λευκά, σα νεράιδα που μόλις είχε βγει από τη θάλασσα. Η φούστα της, αεράτη, μέχρι τη μέση της γάμπας, ακολουθούσε κάθε της βήμα με τσαχπινιά και η  κρουαζέ λευκή μπλούζα της, έδενε πίσω  τονίζοντας τη λεπτή της μέση. Τα πέδιλά της ωστόσο, ήταν η μεγάλη της αγάπη. Τα λεπτά κορδόνια του λευκού παπουτσιού τυλίγονταν στο πόδι της καταλήγοντας σε ένα μικρό κόμπο πιο πάνω από τους αστραγάλους. Φόρεσε ένα μακρύ χρυσό κολιέ, τίναξε τα μαλλιά της για να έχουν όγκο, έβαλε λίγο λιπ γκλος και βγήκε από το δωμάτιο. 

Storm at heart (greek)Where stories live. Discover now