Κεφάλαιο 4

4.4K 412 13
                                    

Είχε περάσει ήδη ένας μήνας από την επίσκεψή της στην Αγγλία και ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τον κύριο Αλεξάντερ Στόουν  . Η ίδια είχε σηκώσει άπειρες φορές το τηλέφωνο για να επικοινωνήσει με το δικηγόρο στην Αθήνα και να μάθει αν είχε προχωρήσει το ζήτημα, αλλά πάντα το κατέβαζε αγχωμένη. Άλλωστε, αν υπήρχαν νέα θα την ενημέρωνε ο δικηγόρος , σωστά; Αυτό που τη βασάνιζε - μεταξύ άλλων- ήταν η σχέση του κυρ Δημήτρη μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί είχε δωρίσει το μισό της πανσιόν σε κάποιον, ο οποίος ήταν αναμφισβήτητα ένας μεγαλοκαρχαρίας στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις; Το χειρότερο ήταν , ότι το προσωπικό ήταν ανήσυχο και  κάθε μέρα που περνούσε, της ήταν όλο και πιο δύσκολο να τους καθησυχάσει. Όλοι πλέον γνώριζαν, καθότι όλα μαθαίνονταν σε μια κλειστή κοινωνία, ότι υπήρχε κάποιος άγγλος συνιδιοκτήτης. Άλλες λεπτομέρειες είχαν μείνει ευτυχώς κρυφές, αλλά για πόσο ακόμα;  Και οι προσπάθειές της να δείξει ότι είχε τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης δεν είχαν το ποθητό αποτέλεσμα. 

Πήρε τον καφέ της και έκατσε στο γραφείο της ρεσεψιόν ανοίγοντας τους φακέλους των λογαριασμών. Αν δεν υπήρχε αυτός ο καταραμένος Στόουν, όλα θα δούλευαν  ρολόι. 

«Τι τον ήθελες και εσύ; Τι σου ήρθε και με έμπλεξες έτσι;» ψιθύρισε στη φωτογραφία του κυρ Δημήτρη που κοσμούσε τον πάγκο. «Μια χαρά δεν ήμασταν;»  πρόσθεσε εκνευρισμένη.

«Πάλι τα έχεις βάλει με τον ταλαίπωρο τον κυρ Δημήτρη;» Ο Μάνος την κοίταξε φέρνοντας μέσα τα πακέτα με τα πλυμένα κλινοσκεπάσματα. 

«Αν δε σταματήσεις να μιλάς στη φωτογραφία, θα σε πάρουνε σηκωτή από εδώ μέσα με ζουρλομανδύα.» Ο νεαρός άνδρας της έκλεισε το μάτι συνεχίζοντας να πηγαινοέρχεται με πακέτα στο χέρι. 

Η παρουσία του την ηρεμούσε. Αλλά μήπως θα την ηρεμούσε τελικά οποιαδήποτε αντρική παρουσία; Τα πράγματα έμοιαζαν ρευστά, και θα ένιωθε ξανά ήρεμη μόνο αν γνώριζε τις προθέσεις του Στόουν.  Η ρευστότητα πάντα την τρόμαζε, γι΄ αυτό 

άλλωστε δε θα γινόταν ποτέ καλλιτέχνης. Είχε την τεχνική, είχε το χέρι, αλλά της 

έλειπε «το πέμπτο στοιχείο» όπως το είχε ονομάσει ο κυρ Δημήτρης, ο «αιθέρας».

Πέρασε το δάχτυλό της τρυφερά πάνω από την φωτογραφία και σηκώθηκε για να 

βάλει τα πακέτα με τα καθαρά σεντόνια μέσα στην αποθήκη. 

«Αυτά τα ρημάδια, γίνονται όλο και πιο βαριά!» φώναξε καθώς ήταν έτοιμη να 

καταπλακωθεί από ένα μπόγο σεντονιών  του πάνω ραφιού  «Μάνο! Μπορείς να έρθεις;»  Τη στιγμή που ένιωσε τα χέρια της να υποχωρούν από το βάρος, ένιωσε δυο αντρικά χέρια να την ελευθερώνουν από το φορτίο και να το σπρώχνουν προς τα πάνω πάλι. 

Storm at heart (greek)Where stories live. Discover now