Το βαποράκι

217 57 8
                                    

''Εξαίσια!''Είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό μετά από τρεις μέρες αναμονής.Έχουν περάσει εκατοντάδες άνθρωποι από τα μάτια μου και κανένας δεν μου έδωσε λίγη σημασία,έστω να γυρίσει το κεφάλι του!Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι μας έχουν δώσει από τα κεντρικά λάθος σημείο.Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά,ο Νικ δεν ήρθε σήμερα στο σημείο συνάντησης ,ούτε επικοινώνησε μαζί μου με άλλο τρόπο.Κάτι δεν πάει καλά,απλώς...δεν ξέρω ακόμα τι.Για καλή μου όμως τύχη ,ο Θέος με λυπήθηκε και μου έστειλε ένα σημάδι:Κάθισε δίπλα μου ένας άνδρας ψηλός,αδύνατος,ντυμένος σαν ράπερ με τα γνωστά φούτερ,τα χαμηλά τζιν και τα φθαρμένα αθλητικά.Δυστυχώς δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του επειδή φορούσε την κουκούλα του φούτερ,αλλά αν κρίνω από το ύψος της φωνής και το μπάσο που είχε,πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα.

Άνδρας:Κοπελιά ,τι κάνεις εδώ πέρα τέτοια ώρα μοναχούλα σου;

Ε:Ποιος είσαι και τι θες από μένα;(Αποκρίθηκα δήθεν φοβισμένη,τραβώντας το κορμί μου λίγα εκατοστά μακριά του)

Α:Αυτά θα τα συζητήσουμε αργότερα.Πρώτα όμως θέλω να μάθω κάτι από σένα.

Ε:Τι;

Α:Θες να βγάλεις πολλά λεφτά και γρήγορα;

Ε:Εννοείται!Δεν με βλέπεις;!

Α:Άκου λοιπόν.Θα σου δίνω μερικές βαλίτσες με διάφορα εμπορεύματα μέσα και θα τα μεταφέρεις κάθε φορά εκεί που θα σου λέω εγώ.Όσο για τα λεφτά θα παίρνεις το 10% από τα καθαρά.

Ε:Δεν κατάλαβα τίποτα,αλλά καλό μου ακούγεται.Τι θα έχουν οι βαλίτσες ακριβώς;

Α:Αυτό δεν σε αφορά.

Ε:Αν δεν μου πεις,δεν πρόκειται να δεχτώ την πρότασή σου.

Α:Έστω.Ναρκωτικά.Αλλά τσιμουδιά σε κανένα αλλιώς θα σου κόψω το λαρύγγι κατάλαβες;!Λοιπόν πες γρήγορα.Δέχεσαι;

Ε:Ναι.

Α:Ωραία.Ακολούθησέ με.

Προχωρήσαμε ευθεία πάνω προς τα δεξιά,περνώντας ένα μικρό καταπράσινο παρκάκι με πεύκα και διαφόρων άλλων ειδών χρωμάτιστά λουλούδια όσπου τελικά φτάσαμε.Το μέρος ήταν υπεράνω πάσης υποψίας:Ένα εγκαταλελειμένο ,σχεδόν μισογκρεμισμένο,τριώροφο ξενοδοχείο,ίσως της εποχής του μεσοπολέμου.

Α:Δες έρχεται κανείς;

Ε:Όχι.

Α:Κάλυψέ με.

Τότε έβγαλε τις υποτειθέμενα καρφωμένες ξύλινες πλάκες που εμπόδιζαν την είσοδο με μεγάλη ευκολία,και χτύπισε ρυθμικά την πόρτα τρεις φορές.Αμέσως άνοιξε ένα μικρό παραθυράκι και από 'κει φάνηκαν τα σκοτεινά μάτια ενός ανθρώπου.Με κοίταξε με ένα βαθύ και ταυτόχρονα μυστήριο βλέμμα και μας άνοιξε κάνοντάς μας νεύμα με το κεφάλι του να μπούμε μέσα.Εγώ δεν πρόλαβα να κάνω το πρώτο βήμα εσωτερικά του ξενοδοχείου αφότου έκλεισε την πόρτα,και με σταμάτησε.

Θανάσιμα ΠαιχνίδιαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora