9. Κατασκήνωση και αϋπνία

552 43 7
                                    

«Τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνια; Νόμιζα πως θα κοιμάσαι τουλάχιστον μέχρι τις δέκα.» ρώτησε ο Μάνος.

«Δε μπορούσα να κοιμηθώ. και τι σε νοιάζει εσένα τι ώρα ξυπνάω; Γύρνα στην Αλίνα.» είπε επιθετικά η Μαρίνα.

«Δεν έχω όρεξη. Είναι πολύ νωρίς για να σου απαντήσω.»

«Αλήθεια, γιατί δεν κοιμάσαι; Το ξέρω ότι το πρωί πηγαίνεις την παραλία με τα παιδιά, αλλά είναι έξι ακόμα.» είπε μπερδεμένη η Μαρίνα κοιτάζοντας τον Μάνο στα μάτια.

Ο Μάνος δεν είπε τίποτα και μπήκε στην κουζίνα. Έβαλε νερό στην καφετιέρα και έφερε δύο κούπες στο κοντινότερο τραπέζι. Η Μαρίνα ακολουθώντας το παράδειγμά του έφερε τη ζάχαρη και κάθισε απέναντι από τον Μάνο.

«Μάνο, είσαι καλά; Ανησυχώ. Δεν συνηθίζεις να είσαι τόσο ήσυχος.» είπε η Μαρίνα περιμένοντας την απάντηση του Μάνου.

«Χρόνια ολόκληρα ήμουν μόνος μου με την μαμά. Ο Άλκης όταν ενηλικιώθηκε πήγε να μείνει με τον πατέρα του και ο μπαμπάς μου ήταν σχεδόν όλη την ώρα στο σώμα. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια που τελείωσα με τις σπουδές μου, όσο ήμουν στο σπίτι ήμουν μόνος μου. Ο μπαμπάς μου ήταν στο σώμα, η μαμά ήταν στη γκαλερί ή στο ατελιέ της κι όταν ο μπαμπάς γυρνούσε στο σπίτι περνούσε τον περισσότερο χρόνο με την μαμά. Οι μόνες ώρες που βλεπόμασταν ήταν το μεσημέρι που καθόμασταν να φάμε και το απόγευμα έφευγα στη δουλειά. Το καλοκαίρι που ο μπαμπάς περνάει σχεδόν όλη την μέρα του στο σώμα, λόγω του φόρτου εργασίας και των πολλών εστιών φωτιάς, ήταν ο μόνο διάστημα που περνούσα με την μαμά. Ερχόμασταν στην κατασκήνωση αυτή σαν υπεύθυνη του καλλιτεχνικού προγράμματος κι εγώ σαν ναυαγοσώστης. Στην αρχή, όταν έμαθα ότι δεν θα έρθει φέτος λόγω της δουλειάς νευρίασα και έβγαζα πάνω σου τα νεύρα μου, γιατί με προκαλούσες συνέχεια...»

«Σε αυτό διαφωνώ. Εγώ είχα νευρα που με ανάγκασαν να έρθω εδώ και ξεσπούσα σε όποιον έβλεπα μπροστά μου και αυτός συνήθως ήσουν εσύ.» είπε χαμογελαστή η Μαρίνα.

«Μην με διακόπτεις.» είπε ο Μάνος και σηκώθηκε να φέρει τον καφέ από την κουζίνα. Αφού γέμισε τις κούπες με καφέ, πήρε μια βαθιά ανάσα και ήπιε μια γουλιά. «η ειρωνεία και τα σχόλια ήταν ο τρόπος μου να ξεσπάσω. Αυτός ήταν και ο λόγος που εκείνο το απόγευμα δεν σε άφησα να φύγεις. Σκέφτηκα πως, αν δεν μπορώ να περάσω καλά φέτος, δεν θα αφήσω ούτε εσένα να περάσεις καλά με το να φύγεις.» είπε και κατέβασε το κεφάλι.

Κατασκήνωση με το ζόρι ✓Where stories live. Discover now