Κεφάλαιο X

3.4K 401 11
                                    

Άνοιξα σιγά την πόρτα του σπιτού μου και προσευχόμουν να μην έχει γυρίσει ο Τζέιμς,κάτι που για καλή μου τύχη δεν είχε κάνει.

Ανέβηκα στον πάνω όροφο και έβγαλα τα ρούχα μου.Το παντελόνι είχε γεμίσει αίμα απο την γρατσουνιά.Μπήκα να κάνω ένα ντουζ και στην συνέχεια έδεσα την πληγή με μια γάζα που βρήκα στο συρτάρι.

Είχα ξαπλώσει και η εικόνα του Τζακ και του λύκου μου ερχόντουσαν στο μυαλό σαν να τα ζούσα τώρα.Έψαξα στο κινητό μου για το πότε είναι η επόμενη πανσέληνος...σε δυο βδομάδες.Επίσης έκανα και μια αναζήτηση για τους λυκάνθρωπους.Είδα πολλά που φαινόντουσαν ότι δεν ίσχυαν αλλά κράτησα την υψηλή θερμοκρασία του σώματος και την σωματική δύναμη.

Άκουσα την πόρτα του σπιτού.Ο πατέρας μου γύρισε.Άκουσα τα βήματα του στην σκάλα.

-Σήμερα ήμουν στο τσακ να τον πιάσω αυτό τον λύκο και να τον σκοτώσω επι τόπου,άλλα ξέφυγε πάλι ο βρωμιάρης!

-Δεν πειράζει μπαμπά,θα τον πιάσεις την επόμενη φορά.

Αχ Θεέ μου που έμπλεξα...!Ο Μπου ήρθε και κάθισε στο κρεβάτι μου και κοιμηθήκαμε μαζί.

Ο λύκος έτρεχε στο δάσος και από πίσω του έτρεχε ο Τζέιμς,ο πατέρας μου.Ακούγεται πυροβολισμός και ο λύκος πέφτει νεκρός,το αίμα να στάζει απο κάτω του και να βγάζει το τελευταίο του ουρλιαχτό...

Ξύπνησα και δυσκολευόμουν να αναπνεύσω.Ο Τζέιμς έτρεξε στο δωματίο,όπως έκανε πάντα.

-Ένας εφιάλτης ήταν μόνο..

Με καθησύχαζε και μου έδωσε να πιω νέρο.Λυπόμουν τόσο πολύ που τον ταλαιπωρούσα σχεδόν κάθε βράδυ με τους εφιαλτές μου.Στην αρχή ταλαιπωρούσα την μαμά μου αλλά αυτά τα δύο χρόνια τα πράγματα άλλαξαν..

Είχε ήδη μεσημεριάσει.Κρατούσα τον κινητό μου στα χέρια μου και το δάχτυλο μου ήταν πάνω απο την επάφη του αλλά δεν θα τον έπαιρνα.Εκείνος γιατί δεν το έκανε;Μήπως το μετάνιωσε;Έτρεμα στην σκέψη.

Εκείνη την ώρα μου ήρθε μήνυμα.

'Νομίζω πείνασα.Γρρρ θα έρθεις απο εδώ;'

Γέλασα δυνατά μέχρι που σκέφτηκα όντως εκείνον τον τεράστιο λύκο να με τρώει.Κατέβηκα κάτω και πήρα την ζακέτα μου.

-Βγαίνω,είπα στον Τζέιμς ο οποίος έτρωγε.

-Με τους γνωστούς;

Πρώτη φορά με ρώταγε.

-Με ένα αγόρι,απάντησα.

Άρχισε να πνίγεται.Γέλασα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.

Χτύπησα την πόρτα του Τζακ.

-Γεια,μου είπε χαμογελαστός.

-Σου έχουν κλέψει τις μπλούζες;

-Γιατί Έμμα μήπως σε αποσυντονίζω;

Κοίταξα αυτά τα μελί μάτια που με τρέλαιναν και την ηλίθια ειρωνία στο πρόσωπό του.Τον άρπαξα και άρχισα να τον φιλάω δαγκώνοντας το χέιλος του.Με σήκωσε απότομα και τύλιξα το πόδια μου γύρω του.

Με πήγε στο δωμάτιο του και με πέταξε στο κρεβάτι.Οι χτύποι της καρδιάς μου είχαν χτυπήσει κόκκινο.Ήταν από πάνω μου και ο ρυθμός της ανάσας του γινόνταν όλο και πιο γρήγορος.Τα φιλιά του έφτασαν στον λαιμό μου.

Τραβήχτηκε μακρία μου.Αχ όχι σε παρακαλώ..

-Έμμα δεν σου έχω μιλήσει για τον θυμό μου και γενικά όλα μου τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα μετά απο μια αλλαγή και όταν φτάνει η πανσέληνος.Μπορεί να ενεργήσω πολύ άγρια.

-Σε εμπιστεύομαι Τζακ,ψιθύρισα.

-Εγω το τέρας που είμαι δεν εμπιστεύομαι,απάντησε.

Φάνηκε πόσο πολύ μισούσε τον εαυτό του.Τον πλησίασα όπως καθόταν στο κρεβάτι και φίλησα το ζεστό μάγουλο.

-Σαγαπάω.

-Και εγώ σε αγαπάω Έμμα,πάντα το έκανα και πάντα θα το κάνω μικρή.

Ήμασταν ξαπλωμένοι και συζητούσαμε για διάφορα θέματα.Ανακαλούσαμε αναμνήσεις απο το παρελθόν κυρίως.

-Οι Χέμπροου το ξέρουν;

-Μόνο ο Φλιν για αυτό μου δίνει και χρήματα,η μητέρα μου απλά νομίζει ότι έχω κατάθλιψη.

*Flashback*

Ήταν Χριστούγεννα και καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε,μαζί και ο Τζακ.

-Μαμά να πάμε στο δωμάτιο μου; Θελώ να δώσω στον Τζακ τον δώρο του,παραπονέθηκα αφού είχαμε βαρεθεί και οι δύο.

-Να πάτε,να πάτε,απάντησε αντί για την μαμά μου η κα.Χέμπροου.

Κοιταχτήκαμε με τον Τζακ και χαμογελάσαμε.Ανεβήκαμε πάνω και κάτσαμε κάτω οκλαδών.

-Αυτό είναι για εσένα Έμμα,είπε φοβισμένα όπως έκανε πάντα.Ήταν τόσο ντροπαλός.

Άνοιξα το κουτί που μου έδωσε και ήταν ένα ροζ κοριτσίστικο βραχιόλι.Τον κοίταξα γεμάτη απορία.Περίμενα ότι θα μου είχε πάρει εκείνη την κούκλα που ήθελα όπως και εγω του πήρα έναν πλαστικό λύκο,επειδή τους λάτρευε.

-Θα σε παντρευτώ Έμμα,ψιθύρισε με την γλυκιά του φωνούλα.

Μα οι μεγάλοι παντρεύονται με δαχτυλίδια,σκέφτηκα και απογοητεύτηκα αλλά μετά απλώς χαμογέλασα και του έδωσε ένα φιλάκι στο μάγουλο για να μην στενοχωρηθεί.

-Ακόμα το φοράς,μου είπε ο Τζακ κοιτάζοντας το βραχιόλι.

-Ποτέ δεν το έβγαλα.Ήταν το μοναδικό πράγμα που είχα δικό σου αυτά τα χρόνια.

Το κορίτσι του λύκου (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now